Γράφει η Εύα Καρρά
Καθισμένοι εκεί, δίπλα στο σκοτάδι της θάλασσας, έμοιαζαν για λίγο σαν όλα να είναι ακόμη ακέραια. Σαν να μην είχε μεσολαβήσει κανένα ψέμα, κανένας δισταγμός, καμία ήττα. Η σιωπή τους ήταν πιο δυνατή απ’ ό,τι είχαν πει ποτέ. Κι αυτή η σιωπή, ήταν το τελευταίο καταφύγιο πριν γίνουν δύο ξένοι που απλώς θα θυμούνται.
Ίσως εκείνος να πίστεψε πως μπορεί να την κρατήσει κοντά, αν έμεναν ακίνητοι μπροστά στο νερό. Πως το κύμα θα έκρυβε όσα δεν τόλμησε να παραδεχτεί. Μα η θάλασσα δεν συμπονάει τους αδύναμους. Δεν καλύπτει τα κενά με ήχους, δεν λειαίνει τις πληγές. Απλώς απλώνεται μπροστά σου και σου θυμίζει πόσο μικρός είσαι όταν δεν ξέρεις να αγαπάς σωστά.
Ήθελε να της πει πως φοβάται το μετά. Πως δεν ξέρει πώς να προχωρήσει χωρίς εκείνη να τον κοιτάζει με το βλέμμα που τον έκανε να νιώθει σπουδαίος. Μα τα λόγια δεν βγήκαν. Ίσως γιατί είχαν χαθεί ανάμεσα σε μικρές καθημερινές προδοσίες. Σ’ εκείνες τις στιγμές που πίστεψε πως θα έχει πάντα χρόνο να της δείξει το καλύτερο κομμάτι του.
Κι εκείνη; Εκείνη κουβαλούσε μια περηφάνια που δεν σήκωνε άλλες εκπτώσεις. Ήξερε πια πως η αγάπη δεν είναι μόνο να μένεις. Είναι να στέκεσαι δίπλα σε κάποιον που έχει το θάρρος να σε δικαιώσει. Που δεν κρύβεται πίσω από δικαιολογίες. Που τολμά να προστατεύσει αυτό που λέει πως νιώθει. Όλα τα άλλα είναι απλές χειρονομίες. Σκηνές σαν αυτή στη φωτογραφία – όμορφες, σκοτεινές, αλλά κενές.
Έμειναν για λίγο ακόμα εκεί. Δύο σκιές, δύο άνθρωποι που κάποτε ήταν κάτι παραπάνω από συντροφιά. Και όταν σηκώθηκαν, δεν χρειαζόταν καμία εξήγηση. Ήξεραν πως τελείωσε. Πως αυτό το αντίο είχε ειπωθεί πριν καν ακουστεί.