Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Νύχτωσε. Ερήμωσαν οι δρόμοι κι εγώ ξαπλωμένη στο μισοσκόταδο, σε κοιτάζω να ντύνεσαι. Στρέφεις το βλέμμα σου στο δικό μου και μου χαμογελάς, καθώς πιάνεις το κινητό σου απ’ το κομοδίνο. Το βάζεις στην τσέπη, σκύβεις και με φιλάς τρυφερά στο μέτωπο. “Κοιμήσου. Είναι αργά” μου ψιθυρίζεις.
Ξέρεις, κουράστηκα να σε βλέπω να κλείνεις την πόρτα πίσω σου. Κουράστηκα να περνώ τα βράδια μακριά σου. Κουράστηκα να περιμένω μέχρι την επόμενη φορά.
Μου λείπεις τα βράδια, μου λείπει η αγκαλιά που μέσα της κουμπώνω απόλυτα, μου λείπουν τα χέρια που όταν με κλείνουν μέσα τους νιώθω ασφαλής από κάθε κακό. Μου λείπει η ανάσα σου στο λαιμό μου, μου λείπει η παρουσία στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. Μου λείπει αυτό που νιώθω όταν ξυπνώ στο πλάι σου.
Έπαψε να μου φτάνει το λίγο, το συχνά δεν μου αρκεί πια. Δεν θέλω να ζούμε δυο ζωές, που να συναντιούνται λίγες μόνο ώρες. Θέλω μία ζωή. Κοινή. Θέλω μία διαδρομή. Μαζί.
Έπαψε να με τρομάζει το “για πάντα”. Έπαψε να με φοβίζει το “μέχρι το τέλος”. Είναι αυτή η γαλήνη σου, που κατάφερε να διαλύσει τους φόβους μου. Είναι αυτή η σταθερότητά σου, που μπόρεσε να νικήσει τις αμφιβολίες μου. Είναι κι αυτό το φιλί σου, που κατόρθωσε να διαγράψει το παρελθόν μου και να με κάνει να σε θέλω για τώρα και για κάθε επόμενο “τώρα” που θα έρθει.
Νύχτωσε. Ερήμωσαν οι δρόμοι κι εγώ ξαπλωμένη στο μισοσκόταδο, σε κοιτάζω. “Δεν θέλω να φύγεις” σου ψιθυρίζω. “Θέλω να μείνεις εδώ απόψε. Να μείνεις εδώ απόψε και κάθε απόψε”…