Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Δεν γίνεται, μάτια μου, να σταθείς σε δυο βάρκες για πολύ.
Δεν γίνεται να περνάς μια ζωή ισορροπώντας πάνω σε σκοινί που κόβεται κάθε φορά που σωπαίνεις. Δεν γίνεται να μην απαντάς για να μην κακοκαρδίσεις κανέναν και να κάνεις διαλόγους μέσα σου, να ξαναζείς σκηνές, να ξαναγράφεις λόγια που ποτέ δεν είπες. Γιατί κάποτε, οι σκέψεις που δεν βρήκαν τρόπο να γίνουν λέξεις, έρχονται και σε πνίγουν. Και τότε, δεν φταίνε οι άλλοι — φταις εσύ που έμαθες να σωπαίνεις αντί να ζεις.
Όλα εκείνα τα ανείπωτα, τα «άσε τώρα», τα «δεν πειράζει», τα «δεν θέλω να τσακωθώ», μαζεύονται μέσα σου σαν πέτρες. Και κάποια στιγμή, δεν έχεις χώρο για τίποτα άλλο. Δεν ανασαίνεις, δεν γελάς, δεν ονειρεύεσαι. Γιατί το βάρος των ανείπωτων είναι πάντα πιο μεγάλο από το κόστος μιας σύγκρουσης.
Και ξέρεις, είναι πάντα καλύτερη μια βουτιά στο νερό που θα την απολαύσεις μόνη σου, παρά να κολυμπάς ανάμεσα σε δυο βάρκες που συγκρούονται. Να χτυπάς από τη μια στην άλλη, προσπαθώντας να μην πέσεις, να μη χάσεις κανέναν, να είσαι εντάξει με όλους. Μα δεν γίνεται να είσαι εντάξει με όλους και με τον εαυτό σου ταυτόχρονα. Κάποιος πάντα θα μένει παραπονεμένος. Κι αν δεν είναι εκείνοι, θα είσαι εσύ.
Δεν γίνεται να επιβιώσεις από μια ζωή «μπεζ». Από μια ζωή χωρίς θέση, χωρίς ένταση, χωρίς ξεκάθαρο «ναι» και τίμιο «όχι». Δεν γίνεται να συνεχίσεις να αναπνέεις στο περίπου, για να μη χαλάσεις τη διάθεση κανενός. Γιατί αυτό που χαλάει τελικά, είναι η δική σου ψυχή.
Είναι πιο στενάχωρο να μη ξέρει σχεδόν κανείς τη σκέψη, τη γνώμη και τις αληθινές σου λέξεις, απ’ το να απογοητεύσεις εκείνους που δεν άντεξαν την αλήθεια σου.
Οπότε ναι, μάτια μου — διάλεξε.
Ή θα βουτήξεις μόνη σου στο νερό, ή θα πνιγείς προσπαθώντας να ισορροπείς πάνω του.
Και πίστεψέ με, το πρώτο πονάει για λίγο.
Το δεύτερο, για πάντα.
