Γράφει η Δανάη Χριστοδούλου
Δεν είναι αστείο πώς οι σιωπές μπορούν να γίνουν οι πιο δυνατές κραυγές μας; Πώς κοιτάμε ο ένας τον άλλον, γεμάτοι πράγματα που θέλουμε να πούμε, αλλά τελικά αφήνουμε μόνο την ησυχία να γεμίσει το κενό;
Κρύψαμε τις μεγαλύτερες αλήθειες μας πίσω από τις σιωπές μας. Όχι επειδή δεν θέλαμε να μιλήσουμε, αλλά επειδή φοβηθήκαμε. Φοβηθήκαμε την αντίδραση, την απόρριψη, τη στιγμή που το “όλα” θα γίνει “τίποτα”.
Οι σιωπές μας έγιναν οι τοίχοι μας. Μας προστάτεψαν από τον κίνδυνο του να είμαστε ευάλωτοι. Αλλά μας φυλάκισαν κιόλας. Γιατί κάθε λέξη που δεν ειπώθηκε, κάθε συναίσθημα που θάψαμε, έμεινε μέσα μας σαν φάντασμα.
Και το ξέρεις. Το νιώθεις κάθε φορά που θυμάσαι εκείνη τη στιγμή. Εκείνη τη στιγμή που μπορούσες να πεις “σε χρειάζομαι”, αλλά δεν το είπες. Που ήθελες να φωνάξεις “μείνε”, αλλά προτίμησες τη σιωπή. Γιατί η σιωπή είναι ασφαλής. Δεν εκθέτει, δεν ραγίζει. Αλλά δεν θεραπεύει κιόλας.
Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι οι λέξεις που φοβόμαστε. Είναι η αλήθεια που κουβαλούν. Και, χειρότερα, η πιθανότητα να τη δώσουμε σε κάποιον που δεν θα την καταλάβει ή, ακόμα χειρότερα, δεν θα τη νοιαστεί.
Αλλά ξέρεις κάτι; Οι σιωπές μας, όσο δυνατές κι αν είναι, δεν λένε την ιστορία μας. Οι αλήθειες μας την λένε. Και ίσως ήρθε η ώρα να σπάσουμε τη σιωπή. Να πούμε εκείνα που πονούν. Να αφήσουμε τις λέξεις να πάρουν τη θέση που τους αξίζει.
Γιατί οι μεγαλύτερες αλήθειες δεν αξίζουν να μένουν κρυμμένες. Δεν γεννήθηκαν για να ζουν στη σιωπή. Γεννήθηκαν για να ακουστούν. Και μόνο έτσι θα ελευθερωθούμε.