Γράφει η Ντέμη Κάργατζη
Η Άννα ξύπνησε ερείπιο σήμερα και κάθε σήμερα. Σηκώθηκε με το ζόρι απ’ το κρεβάτι της, έβγαλε με το ζόρι τις βελούδινες πιτζάμες της. Το γκαζάκι τελείωσε κι εκείνη το ξέχασε. Έβαλε το μπρίκι στο μάτι της κουζίνας για να ψήσει τον καφέ της. Ξεχάστηκε στον καθρέπτη προσπαθώντας να καλύψει τους μαύρους κύκλους της. Ο καφές χύθηκε κι έφυγε για τη δουλειά δίχως να προλάβει να ανοίξει το μάτι της. Ήταν αδέξια και χαζή, καλά να πάθει. Στον καθένα μπορούσε να συμβεί αλλά εμάς αυτό δε μας νοιάζει, γιατί σ’ εκείνη συνέβη.
Αργότερα ευχήθηκε χρόνια πολλά στο Γιώργο για την ονομαστική του γιορτή κι έφαγε το σοκολατένιο γλυκό που την κέρασε. Γυρνώντας στο σπίτι είχε ένα λεκέ σοκολάτας στο λευκό της πουκάμισο. Όλη μέρα η Άννα περιφερόταν με το λεκέ, χωρίς κανένας να της πει τίποτα. Μα τι χαζή.
Και δεν της φτάνει το λεκεδιασμένο πουκάμισο της Άννας, έχει κι εσένα. Εσένα που είσαι ένας λεκές απάνω στην ψυχή της κι είσαι από κείνους που δε φεύγουν με τίποτε, όσο και να τους τρίψεις. Πιο εύκολα θα φύγει η ψυχή απ’ τη θέση της παρά εσύ απ’ την ψυχή της. Γιατί η Άννα εκτός από αδέξια και χαζή ξυπνάει και μ’ όλα τα άλλα κάθε μέρα. Μ’ όλα τα στολίδια που της χάρισες απλόχερα. Ξυπνάει ένα τίποτα, ένα σκουπίδι, ένα μηδενικό. Ξυπνάει ανήθικη, τρισάθλια και τιποτένια. Κι άλλες φορές πάλι δεν ξυπνάει καν γυναίκα. Και κάποιες άλλες ξυπνάει μια γυναίκα του δρόμου. Άλλες ελεεινή και ψεύτρα, άλλες ανάξια ν’ αγαπηθεί, άλλες.. άλλες.
Αυτός ο λεκές είσαι φίλε μου εσύ. Την πληγώνεις και την πονάς καθημερινά, γιατί δε βγαίνεις από κει που μπαστακώθηκες. Κι όλα αυτά γιατί δεν έχεις μάθει ν’ ακούς. Ποτέ σου δεν άκουσες κι ούτε θα μάθεις. Και δεν της φτάνουν δύο λεκέδες της Άννας, είναι κι ο κόσμος. Ο μεγαλύτερος λεκές απ’ όλους. Ο κόσμος που όλο μιλάει, μιλάει, μιλάει. Σκληρός. Απότομος. Αυταρχικός. Κι είναι για σένα αυτός ο κόσμος πιο σημαντικός απ’ την Άννα και πάντα θα είναι από οποιαδήποτε Άννα.
Κι είναι αυτό -δυστυχώς φίλε μου- γελοίο. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν ν’ ακούσεις την Άννα. Γιατί η Άννα δεν το ξέρει κι ούτε θα το μάθει, ίσως, πως δεν είναι όλα εκείνα τα έκτροπα. Μα εσύ που καθόλου χαζός δεν είσαι, δεν το είδες, δεν το κατάλαβες πως εκείνη δεν ήταν παρά μονάχα ανασφαλής. Κι από το φόβο της να μην τα κάνει όλα λάθος, τα έκανε όλα σκατά. Κι εσύ το μόνο που είχες να κάνεις ήταν ν’ ακούσεις, γιατί το μόνο που ήθελε η Άννα κι ας μην το ξέρει κι ας μην το μάθει, ίσως, ήταν ασφάλεια.
Μα είναι χαζή η Άννα κι αδέξια και πιστεύει ο,τι της λες. Γι’ αυτό είσαι τώρα εσύ για εκείνη ένας λεκές. Κατάλαβες; Κρίμα κι άδικο καημένε μου, γιατί αν εσύ ήξερες ν’ αγαπάς και να συγχωρείς, η Άννα δεν θα ήταν ανασφαλής. Κρίμα γιατί εσύ ξέρεις μόνο να ισοπεδώνεις. Τώρα η Άννα θα παλέψει με τα θηρία κι όχι εσύ. Πίστευε εσύ αυτά που θες, η Άννα δεν θα σ’ εμποδίσει, καταλαβαίνει. Εσύ δεν την κατάλαβες. Πολύ κρίμα καημένε μου, που ο κόσμος δεν έχει ένα λεκέ λιγότερο. Το κρίμα στο λαιμό σου.