Γράφει η Αγγελική Καμπέρου
Δυο οδοντόβουρτσες στο βάζο
Και εγώ όλο ζωή αλλάζω.
Κι εσύ μένεις στο ίδιο κάδρο.
Εκεί που για πάντα σου μοιάζω.
Μα δεν σου μοιάζω, δεν σου έμοιασα ποτέ.
Και δεν μου μοιάζεις, δεν μου έμοιασες ποτέ.
Άραγε, για αυτό ταιριάξαμε εμείς οι δυο; Αντίθετοι, ταυτόσημοι στο ίδιο σκηνικό;
Η πόλη τα φώτα ανάβει
Και εμείς στον καναπέ αγκαλιά με ένα μαξιλάρι, χαζεύουμε την κλειστή τηλεόραση.
Ποτήρι κρασί στο χέρι, εγώ. Εσύ ακόμη πίνεις καφέ.
Η ώρα 9 και ούτε στο πιοτό δεν μοιάσαμε.
Και άραγε, θα αντέξουμε στον χρόνο;
Άραγε θα μείνουμε εμέις και μόνο;
Οι ερωτήσεις βουνό κι εσύ με κοιτάς και μου λες μόνο αυτό·
“Σ’αγαπώ. Κι ας έρθει ό, τι θέλει, κι ας πέσουν βουνά, κι ας θάλασσες αδειάσουν. Εσύ να θυμάσαι μόνο αυτό. Σ’αγαπώ.”
Διάβασες τις σκέψεις μου;
Ποιος ξέρει;
Εγώ θα θυμάμαι μόνο αυτό·
“Κι εγώ σ’ αγαπάω. Ασυναίρετα, ολοκληρωτικά”. Χαμογελάς, πιάνεις τον καφέ σου και ανοίγεις την τηλεόραση.
Το κρασί μου έχει μείνει εκεί, ανέγγιχτο. Ίσως καλύτερα έτσι, άλλωστε τι το θέλω το κρασί όταν υπάρχεις εσύ;
Σ’ αγαπάω, ασυναίρετα, ολοκληρωτικά κι ας μην σου μοιάζω, ας μην σου έμοιασα ποτέ.