Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Κι αν σήμερα δεν σε θυμάμαι, είναι γιατί κάποτε ήσουν η μόνη μου σκέψη. Κι αν σήμερα δεν σε νοιάζομαι, είναι γιατί κάποτε σε νοιάστηκα πολύ. Κι αν σήμερα δεν σε νιώθω, είναι γιατί κάποτε πόνεσα πολύ. Πόνεσα όταν αντίκρισα το παγερό σου βλέμμα. Πάγωσα μ’αυτό που είδα. Δεν ήταν αυτός που γνώρισα κι αγάπησα, είχε πεθάνει αυτός. Στην θέση του είχε γεννηθεί κάποιος άλλος, ένας άνθρωπος ψυχρός και ανελέητος.
«Όχι…», σου φώναξα, «δεν μπορεί να έφυγες» και ούρλιαζε από μέσα μου η ψυχή μου. Ήθελα να σου πω σ’αγαπώ, σε νοιάζομαι, σε πονάω, αλλά η ψυχρότητα της κάθε σου ματιάς με καθήλωνε. «Μην φεύγεις» σου φώναζα, αλλά το ήξερα πως είχες ήδη φύγει. Κόπιασα πολύ να μην κλάψω, να μην φωνάξω, να μην μιλήσω.
Να σου πω ήθελα πολλά, αλλά παρέμεινα στα ανούσια, στα αδειανά, στα σαθρά. Κι εκείνα που δεν είπα, εκείνα που έκαιγαν την ψυχή μου, εκείνα που διαγράφουν πλέον τα μάτια μου, εκείνα περιμένεις; Πώς να τα βγάλω, πώς να μοιράσω την πληγή στα δύο, στα τρία, στα χίλια κομμάτια;
Ποια, γαμώ το κέρατο μου, είναι η ουσία; Να πολεμάς συνέχεια ότι αγαπάς; Να αφήνεις άτομα, συναισθήματα να τα πάρει το ποτάμι, να τα πάει που, πες μου; Παραπέρα να μην τα βλέπεις. Κι αν δεν τα βλέπεις πες μου, τα ξεχνάς, τα βγάζεις από μέσα σου; Κι αν σήμερα δεν σ’αγαπώ είναι γιατί κάποτε σ’αγάπησα πολύ. Κι αν σήμερα δεν σε θυμάμαι, είναι γιατί κάποτε προσπάθησα πολύ..