Σε κοιτάζω, όπως σε κοιτούσα πάντα. Με εκείνη τη γνώριμη αίσθηση άνεσης που έχεις μόνο με ανθρώπους που ξέρεις καλύτερα απ’ όσο ξέρεις τον εαυτό σου. Μιλάς, γελάς, και εγώ βρίσκω τον εαυτό μου να αναρωτιέται: «Κι αν δεν ήμασταν ποτέ μόνο φίλοι;»
Γιατί, ξέρεις, δεν είναι οι στιγμές που μοιραστήκαμε. Δεν είναι τα μυστικά που κρατήσαμε, τα βράδια που γελάσαμε, οι καφέδες που ήπιαμε μιλώντας για τους άλλους. Είναι κάτι άλλο. Κάτι που δεν λέγεται εύκολα. Κάτι που φοβάμαι ακόμα και να παραδεχτώ στον εαυτό μου.
Κι αν όλο αυτό ήταν κάτι περισσότερο;
Σκέψου το. Κάθε φορά που με κοίταζες λίγο πιο έντονα, κάθε φορά που γελούσαμε για λόγους που μόνο εμείς καταλαβαίναμε. Κάθε στιγμή που σου έλεγα “είμαι εδώ για σένα” και το εννοούσα περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Κάθε φορά που έφευγες και ήθελα να πω «μείνε λίγο ακόμα».
Δεν είναι ότι δεν προσπάθησα να το θάψω. Το έκανα. Είπα στον εαυτό μου πως είμαστε φίλοι, μόνο φίλοι. Και αυτό έπρεπε να αρκεί. Αλλά τι γίνεται όταν το “αρκεί” δεν σου φτάνει πια; Τι γίνεται όταν το μυαλό σου αρχίζει να φλερτάρει με την ιδέα του «κι αν;»;
Κι αν δεν ήμασταν ποτέ μόνο φίλοι;
Κι αν κάθε φορά που μου έλεγες τα όνειρά σου, εγώ ονειρευόμουν ένα μαζί σου; Κι αν κάθε φορά που σε συμβούλευα για τους έρωτές σου, ήθελα να σου πω πως κανένας δεν θα σε αγαπήσει όπως εγώ; Κι αν ήξερα ότι το ρίσκο να το πω είναι μεγαλύτερο από τη σιγουριά του να το κρατήσω μέσα μου;
Φοβάμαι να στο πω.
Φοβάμαι να καταστρέψω αυτό που έχουμε για κάτι που μπορεί να μην έχουμε ποτέ. Φοβάμαι να δω την απογοήτευση στα μάτια σου, να ακούσω το «δεν το βλέπω έτσι». Αλλά περισσότερο από όλα, φοβάμαι να μην το πω ποτέ. Να ζήσω για πάντα με το «κι αν».
Κι εσύ; Το σκέφτηκες ποτέ;
Μήπως ένιωσες το ίδιο όταν γελούσαμε λίγο παραπάνω από όσο έπρεπε; Όταν το άγγιγμά σου κράτησε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω; Ή μήπως είμαι μόνο εγώ, εγκλωβισμένος σε μια φαντασίωση που ποτέ δεν υπήρξε;
Δεν ξέρω αν έχω το θάρρος.
Να στο πω. Να ρισκάρω να χάσω αυτό που είμαστε για κάτι που δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρξει. Αλλά ξέρω πως, αν δεν το πω, θα ζω για πάντα με την αμφιβολία. Με εκείνο το βασανιστικό «κι αν δεν ήμασταν ποτέ μόνο φίλοι;».
Κι αν δεν ήμασταν;
Αν τελικά η φιλία μας ήταν απλώς η αρχή για κάτι πιο μεγάλο; Αν αυτό που κρύβω μέσα μου είναι το ίδιο που φοβάσαι να πεις κι εσύ; Αν τελικά ο λόγος που δεν βρήκαμε την ευτυχία αλλού είναι γιατί έπρεπε να τη βρούμε εδώ;
Ίσως μια μέρα το πω. Ή ίσως μείνει για πάντα ένα μυστικό. Αλλά, να ξέρεις, δεν ήμουν ποτέ σίγουρος ότι ήμασταν μόνο φίλοι. Γιατί, όταν σε κοιτάζω, δεν βλέπω απλώς τον άνθρωπο που με καταλαβαίνει. Βλέπω κάτι πολύ περισσότερο. Και αυτό είναι που με τρομάζει πιο πολύ απ’ όλα.
#Τα Σαββατοκύριακα, ανήκουν στο Writing Lab. Στις ομάδες “βιωματικής” γραφής, εκεί που κάνουμε τις σκέψεις συναίσθημα και το συναίσθημα, λέξεις!