Γράφει η Άννα Μαρκοπούλου
Κάθε έρωτας περνάει από τη φωτιά. Από τις φωνές, τους καβγάδες, τις βαριές κουβέντες που χτυπάνε σαν χαστούκια στην ψυχή. Όταν το πάθος ξεχειλίζει και η λογική εξαφανίζεται, όταν τα λόγια γίνονται όπλα και τα βλέμματα μαχαίρια.
Ήρθαν όλα αυτά και μας ταρακούνησαν. Μας ξύπνησαν από τον λήθαργο που είχαμε βολευτεί και μας φώναξαν κατάμουτρα πως ό,τι χτίσαμε ξεθωριάζει. Μας ανάγκασαν να κοιταχτούμε στα μάτια και να αναρωτηθούμε τι πήγε στραβά, πού χάσαμε το νήμα, πώς αφήσαμε τα πάντα να ξεφτίσουν έτσι άδοξα.
Στην αρχή παλέψαμε. Κάναμε προσπάθειες. Προσπάθησα. Προσπάθησες. Βάλαμε τα δυνατά μας να αναστήσουμε το πάθος, να ξαναβρούμε τις μικρές λεπτομέρειες που κάποτε μας έκαναν να γελάμε σαν παιδιά. Αλλά μάταια. Το πάθος δεν ξαναγεννιέται έτσι απλά, όταν έχει ήδη ξεψυχήσει.
Οι καβγάδες έγιναν όλο και πιο σπάνιοι. Τα λόγια βαριά, αλλά χωρίς ουσία. Οι φωνές ακούγονταν όλο και πιο αδύναμες. Και κάποια στιγμή, σταμάτησαν κι αυτές. Μείναμε δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι, με το βλέμμα να χάνεται στο άπειρο και τα χείλη σφραγισμένα από τη σιωπή.
Δυο πλάτες που ακουμπούν μετά βίας στο ίδιο κρεβάτι. Δυο κορμιά που κάποτε τρελαίνονταν το ένα για το άλλο, τώρα ακουμπούν από συνήθεια, χωρίς καμία σπίθα να ανάβει τη φλόγα που κάποτε έκαιγε τόσο δυνατά. Δυο ξένοι στην ίδια ζωή, που περπατούν παράλληλα, αλλά ποτέ δεν συναντιούνται.
Κι έτσι, σιγά-σιγά, η σιωπή πήρε το πάνω χέρι. Οι κραυγές έγιναν αναμνήσεις, οι φωνές έγιναν παρελθόν. Τα βλέμματα κουράστηκαν να παλεύουν και τα στόματα σταμάτησαν να διεκδικούν. Κάθε ερώτηση έμεινε αναπάντητη, κάθε υποψία πέθανε πριν καν εκφραστεί.
Η σιωπή ήταν το τέλος. Ήρθε αθόρυβα, σαν σκιά που καλύπτει το φως, και μας κατάπιε χωρίς να το καταλάβουμε. Κι έτσι απλά, είπε η σιωπή τον τελευταίο λόγο. Δεν υπήρξε καν αντίδραση, κανένα ξέσπασμα, καμία απελπισμένη προσπάθεια να ξαναζωντανέψουμε ό,τι πέθανε μέσα μας.
Τώρα, το σπίτι γεμάτο ηχώ από στιγμές που δεν θα επιστρέψουν. Τα δωμάτια γεμάτα σιωπή που βαραίνει τις ψυχές μας. Κι εμείς περπατάμε ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς να κοιταζόμαστε, χωρίς να μιλάμε, χωρίς να νιώθουμε.
Και κάπως έτσι, το τέλος ήρθε χωρίς καμία βαρύγδουπη εξήγηση. Χωρίς δραματικούς αποχαιρετισμούς και δάκρυα. Ήρθε και κάθισε ανάμεσά μας σαν ένας σιωπηλός παρατηρητής που απλά επιβεβαίωσε το αναπόφευκτο.
Γιατί στο τέλος, δεν είναι οι καβγάδες που σκοτώνουν έναν έρωτα. Είναι η σιωπή που τον θάβει ζωντανό.