Γράφει η Γεώρα
Το πιο λυπηρό από όλα είναι πως κατάφερες να με πείσεις πως έπρεπε να σε βγάλω από την καρδιά μου. Που κατάφερες να με σπρώξεις τόσο μακριά που χάθηκες από μπροστά μου! Το πιο λυπηρό είναι που με έκανες να πιστέψω πως μάταια σε αγάπησα.
Ενώ μου έλειπες πολύ έπεισα τον εαυτό μου πως δεν άξιζε. Και αυτό ήταν λυπηρό γιατί χρειάστηκε να με πονέσω διπλά για να τα καταφέρω. Και όταν τα κατάφερα κατέρρευσα. Δεν είχα την αγάπη που σου έτρεφα. Και με φόβιζε τόσο πολύ η επόμενη μέρα.
Και μέτρησα καθαρές ήττες του εγωισμού μου – που τις θεωρούσα νίκες- σε ευκαιρίες που σου έδινα όταν έπρεπε να πω αντίο. Όταν σε αντίκριζα με μάτια δακρυσμένα!
Με έσπρωξες σε ένα γκρεμό μακριά σου και αυτό είναι κάτι που δεν στο συγχώρεσα ποτέ! Μάλιστα όταν ήρθες με απορία αλλά και με ύφος ανθρώπου που δεν τα παρατάει ποτέ, να πεις πως τα παρατάω εγώ, πως εγώ δείλιασα, έμεινα με τον πιο κρυφό πόνο μέσα μου.
Δεν είχες δει τίποτα, δεν είχες εκτιμήσει τίποτα, δεν με είχες γνωρίσει στην πραγματικότητα! Δεν ήμουν πουθενά! Και κάθε μέρα με έσπρωχνες μακριά σου, κάθε λεπτό. Και είχες μία έπαρση της ατελείωτης προσπάθειας πως πάλευες να γιατρέψεις εσύ τις πληγές που με ευκολία τις άνοιγες.
Και δεν βρήκα λόγια να σου πω πως ηττήθηκα από το συναίσθημα που έδωσα σε κάποιον κενό! Και έμεινα με εκείνη την ανάμνηση να φεύγω έχοντας δώσει πολλά και έχοντας βγει και χρεωμένη.
Περίεργος αυτός ο κόσμος, δεν μπορεί να αντέξει το συναίσθημα και το σκοτώνει. Περίεργος και εσύ που είπες πως μ’αγαπάς ενώ δεν ένιωθες!
Κι’αν ένιωσες ακόμα πιο περίεργο που δεν βρήκες το θάρρος να το ομολογήσεις σε εσένα! Γιατί αν το είχες κάνει δεν θα με έσπρωχνες μακριά σου! Δεν θα με έκανες να αισθάνομαι λύπη. Περίεργος αυτός ο κόσμος. Πολύ περίεργος!
