Γράφει η Αστέρω
Και σιγά-σιγά εκείνη συμβιβάστηκε.
Έμαθε να δέχεται αυτό που την πονάει. Πήγε το μυαλό και αγκάλιασε την καρδιά της. Της εξήγησε, τον δικαιολόγησε, τον κατηγόρησε και της ψιθύρισε :
«Μη ματώνεις άλλο. Είσαι ήδη πολύ κουρασμένη για να κρατάς τον πόνο. Μάθε να ζεις με αυτόν και αποδέξου την κατάσταση. Δε θα αλλάξει όσο κι αν θα ήθελες»
Κι εκείνη έκλαψε μια τελευταία φορά γι’ αυτόν. Με φωνή που πια δεν έβγαινε. Με λυγμούς που δεν άφηναν ανάσα.
Έμεινε ξαπλωμένη μέχρι που η καρδιά της ηρέμησε. Σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια της, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και κατάλαβε πως το μυαλό είχε δίκιο. Δεν ωφελούσε σε τίποτα να «τον κρατάει». Έπρεπε να τον αφήσει ελεύθερο από τις μνήμες της, απ’ το μυαλό της, απ’ τις ελπίδες της. Άλλωστε αυτή ήταν η επιθυμία του κι εκείνη ποτέ δεν μπορούσε να του χαλάσει χατίρι.
Μα στην καρδιά θα τον φυλούσε πάντα. Θα ήταν εκείνος που πόθησε περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο. Εκείνος που της θύμισε πως είναι να καρδιοχτυπάς και να προσμένεις μια αγκαλιά. Εκείνος που δε φίλησε ποτέ.
Έπλυνε το πρόσωπό της, μάζεψε τα μαλλιά της και έβαλε ένα ποτήρι κρασί. Έκανε μια σπονδή γι’ αυτόν, ευχήθηκε να είναι πάντα καλά, να βρει κάποια να τον αγαπήσει όπως εκείνη και να συναντήσει την ευτυχία που τόσο πολύ έχει ανάγκη η ψυχή του.
Κοίταξε γύρω της και σαν να μπήκε φως από κάπου μέσα στο θεοσκότεινο δωμάτιο.
Και η ζωή θα συνεχιζόταν…και για τους δύο.