Γράφει ο Κωνσταντίνος Καρύδης
Είναι όμορφο να είσαι ο άνθρωπος που τρέχει πρώτος όταν κάποιος χρειάζεται βοήθεια.
Είναι συγκινητικό να είσαι εκείνος που ακούει, που στηρίζει, που κουβαλά βάρη άλλων σαν να ήταν δικά του.
Μόνο που, ξέρεις… κάποια στιγμή, το σώμα βαραίνει και η ψυχή ζητάει πίσω τα κομμάτια της.
Όσοι μαθαίνουν να σώζουν τους άλλους, συνήθως ξεχνούν να σώσουν τον εαυτό τους.
Περνούν τη μέρα τους μετρώντας ξένες πληγές, μα το βράδυ, όταν σβήνουν τα φώτα, δεν έχουν κουράγιο ούτε να ακουμπήσουν τις δικές τους.
Έχουν μάθει να χαμογελούν, να κρατούν την ισορροπία, να δίνουν κουράγιο, να δείχνουν δυνατοί.
Και κανείς δεν βλέπει ότι, πίσω από τη δύναμη, υπάρχει κούραση.
Ότι πίσω από την αντοχή, υπάρχει φθορά.
Η κοινωνία αγαπά τους «σωτήρες». Τους βραβεύει, τους θαυμάζει, τους αποθεώνει.
Μα ποτέ δεν ρωτά πώς κοιμούνται τα βράδια.
Ποτέ δεν ρωτά πώς αντέχουν να κουβαλούν τόσο πόνο, χωρίς να λυγίζουν.
Κάποια στιγμή όμως, έρχεται η σιωπή.
Η στιγμή που καταλαβαίνεις πως δεν είναι εγωισμός να πεις «όχι».
Είναι αυτοσεβασμός.
Δεν είναι αλαζονεία να τραβάς μια γραμμή και να προστατεύεις τον εαυτό σου.
Είναι ανάγκη.
Γιατί όσο κι αν δίνεις, αν δεν φροντίσεις το μέσα σου, θα αδειάσεις.
Θα φτάσεις στο σημείο να μην έχεις τίποτα να προσφέρεις.
Και τότε, ούτε εσύ θα σώζεσαι, ούτε κανείς άλλος.
Η δύναμη δεν είναι να αντέχεις τα πάντα.
Είναι να ξέρεις πότε να σταματάς.
Να μπορείς να πεις «ως εδώ».
Να κοιτάζεις τον εαυτό σου με την ίδια στοργή που χαρίζεις στους άλλους.
Γιατί, στο τέλος της ημέρας, δεν σώζεται κανείς που ξεχνά να αγαπήσει τον εαυτό του.
Όσο κι αν θες να είσαι ο ήρωας όλων, πρώτα πρέπει να είσαι ο δικός σου.
