Γράφει ο Μιχάλης Στεφανίδης
Ήξερες.
Ή τουλάχιστον, κάπου μέσα σου, είχες μια φωνή που ψιθύριζε πως δεν θα κρατήσει.
Κι όμως, το έζησες. Τον διάλεξες. Τον άφησες να μπει.
Ίσως και να τον φώναξες μέσα σου, πιο πριν απ’ όσο παραδέχεσαι.
Ήταν λάθος; Ναι.
Αλλά ήταν κι απόφαση.
Ήταν ανάγκη, ήταν ένστικτο, ήταν αυτό το κάτι που σε τραβάει σε ό,τι δεν πρέπει.
Υπάρχουν λάθη που τα κάνεις με τα μάτια ανοιχτά.
Που δεν σε ξεγελούν, δεν σου τάζουν παραμύθια.
Απλά σε καίνε.
Και μέσα απ’ αυτό το κάψιμο, μαθαίνεις τον εαυτό σου αλλιώς.
Εκείνος μπορεί να μη στάθηκε όπως ήθελες.
Μπορεί να σε πρόδωσε, να σε πλήγωσε, να σου τράβηξε τη γη κάτω απ’ τα πόδια.
Αλλά σου έμαθε να πατάς καλύτερα.
Και κυρίως, σου έμαθε να ξεχωρίζεις ποιος είσαι όταν σε ρίχνουν.
Μερικά λάθη δεν τα ξεχνάς.
Όχι γιατί πονάνε ακόμα, αλλά γιατί έγιναν σταθμοί.
Γιατί χωρίς αυτά, δεν θα ήξερες τι σημαίνει να δίνεις χωρίς όρια.
Δεν θα ήξερες τι σημαίνει να επιβιώνεις μετά.
Τον πόνεσες.
Σε πόνεσε.
Αλλά το κομμάτι αυτό της ζωής σου είχε λόγο ύπαρξης.
Και τώρα το ξέρεις:
Δεν μετριέται η αξία μιας επιλογής από την κατάληξή της.
Αλλά από το πώς σε άλλαξε.
Κάποια λάθη δεν τα διορθώνεις.
Τα κουβαλάς.
Και με έναν περίεργο τρόπο, τα ευγνωμονείς.
Γιατί έγιναν οι καλύτερες επιλογές σου.