Γράφει η Zoe Diam.
Τι σημασία έχει, όταν για σένα το δευτερόλεπτο, οι ώρες και οι μέρες περνούν χωρίς να τα μετράς; Χωρίς να σε νοιάζει..
Αφού για σένα, άνθρωπε μου, όλα και τίποτα είναι δεδομένα.
Δεδομένη η ζωή μας.
Κάπου βαθιά μέσα σου γνωρίζεις ότι κανείς και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Πόσο μάλλον η ίδια σου η ζωή. Μα βαριέσαι να ασχοληθείς. Ίσως και να φοβάσαι.
Τα όνειρα πολλά.
Οι σκέψεις για να αλλάξεις ή να προσαρμόσεις τη ζωή σου όπως τη φαντάζεσαι, άπειρες.
Γλυκοκοιτάζεις το μέλλον σου, σαν να περιμένεις να σου χαρίσει τη δικαίωση για όσα σου έχει στερήσει το παρελθόν.
Ένα παρελθόν που εμπεριέχει όλα όσα ονειρεύτηκες, όλα όσα θέλησες να ζήσεις και πέτυχες.
Αλλά για δες, σου πήρε κάποια χαμόγελα, σου χάρισε λύπες και απώλειες, χωρίς να σε ρωτήσει.
Αρρωστημένος ο Χρόνος…
Άλλες φορές τον μισείς και άλλες τον λατρεύεις.
1,2,3…. 27 ημέρες. Μετράω αντίστροφα.
Η κλεψύδρα βρίσκεται απέναντι μου. Την κοιτάζω αλλά διστάζω να την αγγίξω.
Ποτέ δεν φοβήθηκα. Θέλω απλά να διώξω το έρεβος που έχει αρχίσει να με ζώνει.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα είχα καλά με τον χρόνο.
Στα ραντεβού μου, πάντα να καθυστερώ.
Έβλεπα να φεύγουν από μπροστά μου λεωφορεία και τρένα και δεν με ένοιαζε. Έκανα το επόμενο τσιγάρο αδιάφορη. Παρατηρούσα με τις ώρες τους ανθρώπους. Εκεί στο περίμενε, χάζευα τους μικρούς πρωταγωνιστές της ζωής. Αδιάφορα βλέμματα, παγωμένα χαμόγελα, εξαναγκασμένες αγκαλιές, υποκρισία.
Θύμωνα.
Δεν μπορώ τα φορεμένα προσωπεία, ούτε τα στημένα χαμόγελα. Βγάζουν μια πίκρα, μια μίζερη πραγματικότητα και μια νοθευμένη εικόνα του εαυτού τους.
Παγώνει ο χρόνος… 10 μέρες μου είπε.
Πλάκα θα μου κάνει, σκέφτομαι. Εντάξει μπορεί να πονάω λίγο, αλλά δεν πεθαίνω. Όχι ακόμα τουλάχιστον.
Άλλωστε έχω να ζήσω τόσα πολλά.
Ε ψιτ, εσύ. Σε εσένα μιλάω.
Δεν πρόλαβα να σου πω για τα όνειρα και τις φιλοδοξίες μου, να σου μιλήσω για τις συνήθειες μου και για την γκρίνια μου.
Άκου.
Γκρινιάζω όταν σηκώνεσαι από το κρεβάτι για να φύγεις στη δουλειά και δεν μου σκας εκείνο το φιλί. Όχι στα χείλη, μάγκα μου. Εκείνο το τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Το λατρεύω.
Τα γαλλικά φιλιά τα δώσαμε, πριν χαράξει η μέρα.
Α! και να σου πω!
Γκρινιάζω κι εκείνες τις φορές που μου βάζεις ζάχαρη στον καφέ, και λες ότι δε θυμάσαι πως τον πίνω.
Έτσι για να μου την σπάσεις.
Πόσο σ’ αρέσει να με νευριάζεις.
Γελάς με τα μούτρα μου, γελάω με τα χάλια σου.
Άνθρωπε μου, λατρεύω να φωτογραφίζω. Έχω μια εμμονή με τους ανθρώπους και με τα τοπία. Και εσύ το γνωρίζεις.
Προχθές έβαλα μια δική μας φωτογραφία δίπλα στο κομοδίνο.
«Βιάστηκες» μου είπες.
«Θα φύγω», σου είπα.
Μα δεν άκουσες. Δεν είχες χρόνο, η δουλειά βλέπεις σε περίμενε.
Κάτι μελανιές ανάμεσα στα χέρια μου, δηλώνουν πλέον την αρρώστια μου. Λίγος παραπάνω πόνος, μεγαλύτερη θλίψη για όσα δεν θα μπορώ να αντικρίσω με τα μάτια μου. Δεν νιώθω τίποτα, μόνο το τέλος.
Και σένα τώρα πώς να στο πω;
«Μόνο αν με αφήσεις, θα σε αφήσω», μου είπες κάποτε. Και εγώ σου χαμογέλασα.
Ποτέ δεν μου μιλούσες για τα συναισθήματα σου.
Το «Σ’ αγαπώ» έμοιαζε περιττό, αδιάφορο.
Οι άνθρωποι, μου έλεγες, μιλούν με πράξεις.
Με λάτρευες κρυφά μέσα σου, αλλά στιγμή δεν το ξεστόμισες.
Βλέπω τη κινούμενη άμμο να πέφτει βιαστικά στην κλεψύδρα. Ήρθε η ώρα να φύγω. Μα να πάω πού;
Μακριά σου.
Ξαφνικά σταμάτησα να κάνω σκέψεις για το παρόν και το μέλλον.
Η δεδομένη μου ζωή έσκασε σαν μπαλόνι. Πρέπει να φύγω, γιατί το αντίο δεν λέγεται ούτε με πράξεις ούτε με λόγια.
Γράφεται σε ένα κομμάτι χαρτί και καίγεται εν συνεχεία.