Γράφει η Λιάνα
Σώπασα καιρό. Μέτραγα δυνάμεις και έκανα ταμείο μιας χρονιάς, που άλλαξε οριστικά τον τρόπο σκέψης και αντιμετώπισης της ζωής. Άνοιξαν πολλές πληγές, πολλά δάκρυα γέμισαν τα βράδυα μου, μεγάλη μοναξιά ρίζωσε και πάγωσε την ψυχή μου. Είμαι τόσο κουρασμένη, λίγη, κενή.
Ήρθαν μαζεμένοι οι εχθροί. Ντυμένοι με χαμόγελα, μιλώντας με αγάπη.
Κι όσο εγώ άδειαζα, ακούμπαγα πάνω τους. Βλέπεις, ο πόνος θέλει μοίρασμα. Κι εγώ έβλεπα εκείνα τα απλωμένα χέρια και νόμιζα πως θα μου ζεστάνουν για λίγο την καρδιά. Αποκαλύφθηκα, μίλησα για όσα έχανα, για το πόσο φοβόμουν, για το νέο αύριο που ήδη ζούσα. Μ’ άκουγαν και μου έδιναν ψεύτικες ελπίδες, τάχα συμπάσχοντας. Σαν μικρό παιδί πίστεψα, πως τελικά δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σκάρτοι, πως είναι κι αυτοί που σε νιώθουν. Σαν να γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα, πως μέσα στις απώλειες μου φύτρωσε στην καρδιά μου ένας μικρός κήπος, γεμάτος ανθρωπιά και κατανόηση.
Αποτέλεσμα; Ένα τεράστιο μηδενικό όλα. Ως δια μαγείας χάθηκαν οι πάντες. Άλλος με φτηνές δικαιολογίες, άλλος ευγενικά και διακριτικά και άλλος χωρίς κουβέντα. Και τότε ένιωσα να με σκεπάζει η θλίψη. Σαν να βυθίστηκα ξαφνικά σε μια βρώμικη θάλασσα, που με χτύπαγε με τα κύματά της, στους βράχους της πραγματικότητάς μου. Πόσα σημάδια έχω γεμίσει, ένα Θεός ξέρει. Πόσες πληγές είναι ακόμα ανοιχτές…
Δεν ξέρω τι αποφάσεις παίρνουν οι άνθρωποι, μετά από έναν χρόνο που όλα άλλαξαν. Παλεύω με τον εαυτό μου να μην ξεσπάσω σε ανθρώπους, που δεν φόρεσαν ποτέ μάσκα. Παλεύω με το εγώ μου να μην καταρρεύσω, να μην αφεθώ. Σιγά σιγά ανακτώ τις αναμνήσεις μου, με τον δικό μου τρόπο. Ζω σ’ ένα παράλληλο σύμπαν μ’ αυτές, έτσι ώστε να κρατάω την ζέστη τους. Προσπαθώ να διδαχτώ πάλι όσα έμαθα από μάτια, που δεν θα ξαναδώ. Προσπαθώ να ακολουθήσω βήματα οικεία, που θα με βγάλουν απ’ το αδιέξοδο.
Μέσα σε όλα όμως αυτά ένα μόνο ξέρω και ένα υπόσχομαι. Τα τόσα “δεν πειράζει” που είπα, θα τα θάψω μαζί με αυτούς που τα άκουσαν. Ήταν η απόλυτη απόδειξη δειλίας. Άλλωστε, ακόμα και σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου, είναι όλα τόσο δομημένα στο μυαλό μου, έχουν καταλογιστεί τόσες ευθύνες. Κι εγώ τα αντιμετώπισα όλα με ένα “δεν πειράζει”. Για να μην εκτεθώ ή εκθέσω, για να μην μαλώσω, να μην ξεσπάσω. Και τελικά, θέλοντας να είμαι κυρία, ισοπέδωσα την προσωπικότητά μου. Έχασα την ουσία.
Γιατί στην τελική, πειράζει. Γιατί “κυρίες και κύριοι”, που δήθεν προσπαθούσατε για μένα, όλα πάνω σας φωνάζουν φταίω. Τα “δεν πειράζει” πέθαναν. Μου πήρατε ζωή και οξυγόνο. Κι αυτό θα σας στοιχειώνει, κάθε που ακούτε για μένα. Θα σας μαυρίζει τα όνειρα. Γιατί είναι νόμος, ό,τι κι αν κάνουμε, κάποια στιγμή γυρίζει πάνω μας. Κι όσο πιο κακό ήταν, τόσο πυκνότερη η ομίχλη που θα κρύβει τις στιγμές σας.
Εγώ σας κοίταγα στα μάτια, άπλωνα πάνω σας τις ελπίδες μου, κρεμόμουν απ’ τα χείλη σας κι εσείς τα κομματιάσατε όλα. Λόγια, υποσχέσεις, ψέμματα. Και τελικά δεν βρέθηκε ούτε ένας με μπέσα, να πει φταίω ή συγνώμη. Δυο λόγια, ξεφτίλες.
Τα “δεν πειράζει” μου, σας δίνω το λόγο μου, θα σας κυνηγούν σε όποια γωνιά αυτής της γης κι αν είστε, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τα “δεν πειράζει” μου θα πάρουν την εκδίκηση τους αργά ή γρήγορα. Είναι αποφασισμένο και έχει ξεκινήσει, χωρίς κανείς να μπορεί να το αντιληφθεί. Όχι γιατί ξαφνικά έγινα κακός άνθρωπος. Αυτό είναι αδύνατο. Όχι γιατί θα γυρίσω πίσω κάτι απ’ όσα έχασα, είναι αργά για θαύματα. Απλά και μόνο για να μην μπορέσετε να βλάψετε ξανά αυτούς που σας κοιτούν με καθαρά μάτια κι αφήνονται σε σας. Απλά για να μην ξανακαταστρέψετε την ομορφιά της ζωής άλλων ανθρώπων.
Τα “δεν πειράζει” μου είναι πια ξωτικά, που θα τρυπώνουν στον ύπνο σας και δεν θα σας αφήσουν να ξεχάσετε πόσο πόνο δώσατε, καρφώνοντας το βλέμμα τους, το θλιμμένο και μοναδικό βλέμμα τους πάνω σας. Οι τύψεις σας θα είναι η δική μου κάθαρση απ’ την εκμετάλλευσή σας. Κι αυτό είναι όρκος τιμής!