Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Σε εκδικήθηκα. Απλά και αθόρυβα. Χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις. Τα χνώτα μας δεν ανήκαν στο ίδιο ζευγάρι παπουτσιών. Το άρωμά μας δεν ταίριαζε με την συγχορδία του δειλινού.
Προσπέρασα βιαστικά τα σημάδια. Προχώρησα ακόμη πιο βαθιά στο δάσος της νιότης. Έκανα φιλίες που με άγγιξαν και χαϊδεύουν ακόμη τις πληγές μου. Έκανα όνειρα άναρχα πάνω σε βάρκες που μύριζαν λεβάντα και δυόσμο. Έκανα βήματα ηχηρά που κάρφωναν δυνατά στην υγρή λάσπη του βάλτου. Κι εκεί κατάλαβα πως κάθε ανάσα, κάθε μου σκέψη λογίζεται μακριά απ’ το χτες.
Κάθε αγέρι που πέρασε και κίνησε άτακτα τις τούφες των μαλλιών. Κάθε σιωπή που δείλιασε να προφέρει τις λέξεις. Κάθε τιτίβισμα που δόξασε τον παιάνα της θείας μορφής. Όλα τα «κάθε» ήταν μακριά από σένα, απέναντι από σένα.
Η εκδίκηση δεν ήταν προσωπική. Ήταν ακριβώς η φυσική ροπή των πραγμάτων. Το βήμα δε γινόταν πλέον σημειωτόν, γινόταν κι αυτό άναρχα με τη δική του θέληση. Οι λέξεις δεν υποτάσσονταν στο άκουσμα της φωνής σου. Συνομιλούσαν με άλλες από χείλη ξένα και πιο πειστικά. Ο λόγος δε φοβόταν μήπως πληγώσει τον εγωισμό σου, χαμογελούσε σε κάθε πρόκληση που γέμιζε με νέες ιδέες τη σκέψη.
Όλα κύλησαν ήσυχα. Προχώρησα με βλέμμα ορθό που πλέον δεν κοιτούσε ποτέ προς τα κάτω. Ήταν στραμμένο μπροστά ατενίζοντας το χάος. Πάντα το χάος κρύβει μια ανεξήγητη γοητεία.
Καθετί που δεν μπορείς να το αγγίξεις, να το φέρεις κοντά σου, σε ελκύει, σε κυριεύει με πάθος. Γίνεσαι δούλος υποτακτικός μιας άγνωστης αύρας. Και κάπου εκεί ξεκίνησαν όλα.
Όνειρα ανάκατα μεταξύ τους να ακολουθούν το σέλας. Κι εσύ με μια απόχη στο χέρι να προσπαθείς να αιχμαλωτίσεις τα χρώματα, τις πυγολαμπίδες που αναβοσβήνουν σαν τα φαναράκια εκείνων που χάθηκαν.
Πηγαίνεις όπου σε πάει το χρώμα, όπου σε κυριεύει η πρωτόγνωρη λάμψη. Πάντα όμως η απόχη σου μένει κενή. Τι ύπουλο πράγμα! Να κυνηγάς… Να κυνηγάς… Με τις ώρες, με τις μέρες, με τους μήνες, με τα χρόνια και πάντα τα δίχτυα σου να είναι κενά. Κάθε φορά που νομίζεις πως θήρεψες κάτι, με τη λάμψη του θριάμβου στα μάτια, να κολλάς και πάλι στη γη. Εκεί που ανήκεις, εκεί που γεννήθηκες και περπάτησες για πρώτη φορά.
Και η εκδίκηση –ύπουλα- έλαβε τέλος.