Γράφει η Αλεξάνδρα Φαρμάκη
Προσπάθησα να σε ξεχάσω. Το ορκίζομαι. Έβαλα τον εαυτό μου σε πόλεμο. Σήκωσα τείχη, έστησα οδοφράγματα, έπεισα τον καθρέφτη μου να μη λέει το όνομά σου. Κι όμως, κάθε βράδυ, όταν οι σκιές μακραίνουν και ησυχάζει ο κόσμος, η καψούρα μου για σένα επιστρέφει σαν ανεμοστρόβιλος που σαρώνει ό,τι έχω χτίσει.
Είναι εκείνη η παράξενη φωτιά που καίει αλλά δεν σε σκοτώνει. Σε αφήνει να νιώθεις, να τρέμεις, να λαχταράς. Ξέρεις τι είναι η καψούρα; Είναι το πιο ατίθασο κομμάτι της αγάπης, αυτό που δεν γνωρίζει λογική, δεν υποτάσσεται, δεν κάνει πίσω. Είναι εκείνη η πρώτη σκέψη όταν ξυπνάς, το καρδιοχτύπι που δεν μπορείς να ελέγξεις, το βλέμμα σου που ψάχνει το δικό σου ακόμα κι όταν δεν είσαι πουθενά.
Προσπάθησα να σε βγάλω από μέσα μου. Ξεφύλλισα βιβλία, άκουσα μουσικές που δεν μιλάνε για έρωτες, άλλαξα δρόμους και συνήθειες. Μάταια. Το χαμόγελό σου είναι σαν παγίδα. Ένα σκοινί που με δένει, ένα αόρατο νήμα που με τραβάει πίσω σ’ εσένα.
Δεν είναι έρωτας αυτό. Είναι κάτι πιο ωμό, πιο απόλυτο. Είναι εκείνη η στιγμή που ο χρόνος παγώνει, και το μόνο που μένει να αισθανθείς είναι η ανάσα σου που κόβεται όταν σκέφτεσαι τη δική σου. Είναι πόλεμος με τον ίδιο σου τον εαυτό, γιατί κάθε λογική σου φωνάζει “ξέχασέ τον”. Μα η ψυχή σου, ατίθαση και ανυπάκουη, σου ψιθυρίζει: “Όχι ακόμα.”
Η καψούρα, βλέπεις, δεν είναι επιλογή. Είναι μοίρα. Είναι εκείνος ο χτύπος της καρδιάς που αλλάζει ρυθμό όταν περνάς δίπλα μου, εκείνη η στιγμή που χάνω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου γιατί θυμάμαι τη φωνή σου. Είμαι χαμένος κι ελεύθερος μαζί. Δεμένος σ’ εσένα και έτοιμος να χαθώ, αν χρειαστεί, μόνο και μόνο για μια στιγμή σου.
Προσπάθησα πολύ να αντισταθώ στην καψούρα μου για σένα. Αλλά ξέρω πια πως αυτή η μάχη δεν έχει νικητή. Και ίσως, ίσως να μην πειράζει. Γιατί, τελικά, η καψούρα δεν είναι φυλακή. Είναι ο πιο αληθινός εαυτός μου, αυτός που ξέρει πως, όσο κι αν πονάει, σε εσένα ανήκει.