Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Ο χρόνος τους τελείωσε. Η ζωή που ονειρευόταν και σχεδίαζαν μαζί είχε τελικά ημερομηνία λήξης.
Τα λόγια τα όμορφα, τα μεγάλα, τα γεμάτο υποσχέσεις, ήταν απλά για λίγο και μετά έγιναν καπνός, σα να μην είχαν ειπωθεί ποτέ.
Οι λέξεις, οι πράξεις, ακόμα και οι υποσχέσεις είχαν μείνει χαραγμένες σε κάτι πεταμένα στο πάγκο χαρτιά, που τα πήρε ο άνεμος σε μια ξαφνική θύελλα αέρα.
Η αγάπη τελικά δεν ήταν γι αυτούς. Η σχέση που είχαν τους βρήκε τελικά χώρια. Σε αλλά κρεβάτια και σε άλλες αγκαλιές. Σε αλλά πρόσωπα, ίσως όχι πρωταγωνιστές στη ζωή τους αλλά σε ρόλους κομπάρσους που μόνο αυτοί ήξεραν που θα τους χρησιμοποιήσουν, τί ρόλο θα τους βάλουν να παίξουν και ποια ιστορία θα άρχιζαν από την αρχή, θέλοντας να νιώσουν και πάλι ζωντανοί.
Εκείνος που νόμιζε, ότι την αγαπούσε, δε μπορούσε να νοιάζεται για δυο, γιατί δε μπορούσε να νοιάζεται ούτε για έναν, ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί ήξερε καλά ότι γεννήθηκε για να ναι μόνος. Γιατί ήξερε ότι οι δαίμονες που κυβερνούν το μυαλό του θα παλεύουν μια ζωή με το λογικό και το παράλογο. Θα μαλώνουν με το συναίσθημα και τη πραγματικότητα σε μια άνιση πάλη που θα συνεχίζεται αιώνια.
Γιατί οι πριγκίπισσες των δικών του παραμυθιών, ήταν απλά καθρέφτες που αντανακλούσαν την προσωπικότητα που δεν άντεχε να έχει. Ακόμα και η ψυχή του, ήταν φυλακισμένη σε πελώρια πετρόχτιστα κάστρα και δεν έλεγε να ελευθερωθεί ποτέ.
Και το κακό με αυτούς, ήταν ότι εκείνη εθελοτυφλούσε, προσπαθούσε και επέμενε, γιατί δεν ήξερε, δεν της είχε πει κανείς ότι οι ψυχές δε πετούν όταν είναι φυλακισμένες, γι’ αυτό συνέχιζε.
Συνέχιζε να τον αγαπάει, ώσπου να εξημερωθούν τα τέρατα στο κοινό τους παραμύθι, ώσπου να βρει ξανά τη δύναμη να προχωρήσει παρακάτω, σα να μη τον γνώρισε ποτέ.