Ημερολόγιο Καλοκαιριού (Μέρος 3ο)
Γράφει ο Nickolas M.
Νεάπολη Λακωνίας, 23 Ιουνίου
Ο συνδυασμός «χταποδάκι – ουζάκι – θαλασσίτσα» όπως λέει κι ο Σπύρος, είναι ασυναγώνιστος. Αρκεί βέβαια να έχει μέχρι 35 βαθμούς. Μετά γίνεται βάσανο.
– Συντροφάκο, τί έγινε; Δυο ποτηράκια αγιονέρι και τέλος, αυτό ήτανε; Σε είχα για πιο δυνατό.
– Εμείς οι πρωτευουσιάνοι είμαστε λίγο φλώροι, ρε Σπύρο. Όχι σαν εσάς που μεγαλώσατε στα..σκληρά!
– Η αλήθεια να λέγεται, ο αέρας του Ταίναρου φτιάχνει γερούς άντρες! Για αυτό το αγαπούσαν οι πειρατές κάποτε!
Η αλήθεια είναι ότι ο Σπύρος στα 50 περνάει δεύτερη εφηβεία. Είναι λίγο περίπτωση θείου-που-κάθεται-με-τη-νεολαία, αλλά χωρίς τις εξυπνάδες και τα «εμείς στην εποχή μας». Ακόμα και για τον μέσο όρο των συνομηλίκων του στο κόμμα, είναι πιο προχωρημένος.
– Αρκετά με την «γενιά του Πολυτεχνείου» και τους αγώνες για την περίφημη ανατροπή του συστήματος. Η νεολαία χρειάζεστε πιο γερή καθοδήγηση, πιο σύγχρονη. Τα πράγματα άλλαξαν, δεν μπορεί ακόμα να βγαίνουμε με τις ντουντούκες και τα πανό.
– Πρόσεχε Σπυράκο, ρεφορμίζεις επικίνδυνα!
– Βαλτός είσαι κι εσύ μωρέ; Να με καταγγείλεις στα αρμόδια όργανα!
– Ωχ μωρέ Σπύρο, βάλε εκεί πέρα ένα ουζάκι ακόμα κι άστα αυτά.
– Έτσι μπράβο, τώρα μιλάς σωστά. Έλα και άμα καλοσουρώσεις, άσε το Φιατάκι εδώ και θα σε γυρίσει η Ελενίτσα με το μηχανάκι. Άλλο που δε θέλει, άλλωστε!
– Σιγά!
– Τί σιγά ρε, που κάνεις πώς δε βλέπεις κιόλας!
– Καλά ρε θα μου πασάρεις την βαφτιστήρα σου;
– Ναι εμένα περίμενε! Πες μας ότι σου κακοπέφτει κιόλας!
– Καθόλου. Απλά δεν…Δεν.
– Ψιτ, νεαρέ. Μικρός είσαι για τέτοιους νταλγκάδες. Νταξ, δε λέω, πάρε το χρόνο σου, πένθησε όσο θες, αλλά άκου τον παλιό εδώ πέρα, που έφτασε τα 50 κι άρχισε τα αυτομουντζώματα! Η ζωή τρέχει.
– Καλά, καλά, ό,τι πεις! Άντε φώναξε τη μικρή άμα είναι γιατί με το ζόρι στέκομαι.
– Λενιώωωω, για πήγαινε σπίτι τον μπεκρούλιακα.
– Μπράβο ρε νονέ, ζάντα τον έκανες, αφού βλέπεις δεν το σηκώνει!
– Χάρη σου κάνω μαρή, θα πέσει αμαχητί!
– Νονέ χέσε μας!
– Σπύρο, άι στο διάολο κι από μένα!
– Άντε μου φευγάτε ρε κι οι δυο! Να ξεκουραστείτε, το βράδυ έχει γλέντι για τον Κλήδωνα!
Ανεβαίνω στο μηχανάκι κι είμαι σίγουρος ότι με έχει πάρει ο ύπνος πριν καλά καλά κάτσω. Με ξυπνάει η φωνή της μικρής.
– Άντε φτάσαμε! Πρόλαβες κοιμήθηκες σε πέντε λεπτά διαδρομή;
– Στον νονό σου πες τα. Καλέ, το μηχανάκι είναι πιο μεγάλο από σένα, πώς το κουμαντάρεις;
– Με λες κοντή ρε;
– Θα έλεγα, μεσογειακή!
– Α να χαθείς! Εγώ φταίω που ασχολούμαι μαζί σου.
– Δε στο ζήτησα.
– Βρε ουστ! Πότε θα πας Λαφονήσι είπαμε;
– Δεν ξέρω. Αλλά αν μείνω λίγο ακόμα ο Σπύρος θα με κάνει αλκοολικό. Από την άλλη λέω να προτιμήσω τα Κύθηρα.
– Το Τσιρίγο είναι για τους γέρουλες! Πες μου πότε θα πας Λαφονήσι να κανονίσω για κάμπινγκ. Θα αναλάβω να σε ξεναγήσω.
– Μικρή, δεν είμαι καλή παρέα αυτό τον καιρό.
– Μικρό είναι το μάτι σου! Σύρε κοιμήσου τώρα να ξεσουρώσεις και θάρθω να σε πάρω το βράδυ να πάμε στου Κλήδωνα.
– Δημοκρατικά πάντα!
– Ε τί θες τώρα, σταλινικοί δε δηλώνετε κι εσύ κι ο νονός μου; Ε φάε σκατούλες τώρα!
– Sir, yes sir! Άντε τα λέμε.
– Μάκια!