Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Ποιος μπορεί να κρίνει μια αγάπη; Μια αγάπη που δεν νιώθει, δεν αντιλαμβάνεται, δεν ακουμπά; Ποιος μπορεί να κρίνει κάτι που δεν ζει, δεν αισθάνεται, δεν αγγίζει; Ποιος μπορεί να κρίνει αισθήματα, να τα βγάλει σκάρτα, ψεύτικα, ασήμαντα;
Κόντρα στα “πρέπει” και τα “σωστά” τους, σ’ ερωτεύτηκα. Είδαν τα μάτια μου πέρα απ’ τα οφθαλμοφανή τους, χάθηκαν μέσα σου κι αντίκρυσαν χρώματα και μουσικές που κανείς τους δεν βλέπει. Άγγιξαν τα δάχτυλά μου πέρα απ’ το δέρμα σου, έφτασαν βαθιά στην ψυχή σου και προσεχτικά ακούμπησαν όλες τις πληγές, όλους τους φόβους, όλο τον πόνο. Είδα και ένιωσα όσα κανείς τους δεν θα μπορέσει ποτέ. Είδα και ένιωσα όσα κανείς τους δεν θα τολμήσει ποτέ.
Εσύ κι εγώ απέναντι στον κόσμο όλο, με μόνο όπλο τα σφιχτά δεμένα μας χέρια. Εσύ κι εγώ απέναντι στον κόσμο όλο, με μόνο όπλο μια αγάπη χωρίς κανόνες, χωρίς “επειδή”, χωρίς ιδιοτέλεια. Εσύ κι εγώ απέναντι στον κόσμο όλο, να βάζουμε μπουρλότο μ’ ένα φιλί στα “πρέπει” και τα “σωστά” τους. Μ’ ένα φιλί να σκάει σαν πυροτέχνημα πάνω απ’ τα κεφάλια τους, γεμίζοντας χρώματα κι ήχους τα μάτια τους. Χρώματα κι ήχους που δεν τόλμησαν ποτέ να πλησιάσουν.
Ο κόσμος πάντα θα έχει κάτι να πει, κάτι να νιώσει θα έχει; Στα τσακίδια τα “πρέπει” και τα “σωστά” τους! Στα τσακίδια κι οι γνώμες κι οι αντιρρήσεις τους!
Εσύ, το “λάθος” μου. Εσύ το ασυμβίβαστο, το αταίριαστο, το παράταιρο. Εσύ το ξένο, το μακρινό, το διαφορετικό.
Εσύ, το “πάθος” μου. Εσύ το μοναδικό, το ξεχωριστό, το έντονο. Εσύ το δυνατό, το αληθινό, το διάφανο.
Εσύ, το πιο σωστό μου λάθος…