Γράφει η Μαρία Κυπραίου
Κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτομαι γιατί έπρεπε να σε συναντήσω εκείνη τη μέρα. Τότε που όλα είχαν διαφορετική όψη και μυρωδιά. Σκέφτομαι πως θα ήμουν εγώ τώρα αν δεν πέρναγες σαν ανεμοστρόβιλος να μου ταράξεις τη ζωή. Μάταια όλα. Ή μάλλον πιο σωστά, τα ήθελα όλα.
Με έβγαλες από εκείνο το σκοτάδι, εκείνη τη μίζερη και άχρωμη ζωή όταν εγώ νόμιζα πως έτσι την ήθελα στρωμένη. Κι όμως, μόνο όταν ταράζεσαι πραγματικά καταλαβαίνεις αυτό το κάτι διαφορετικό που σου συμβαίνει.
Όταν μυρίζεις εκείνη τη ξεχωριστή μυρωδιά, όταν ακούς το περπάτημα του χωρίς να χρειαστεί να γυρίσεις να τον δεις. Κάπως έτσι μάλλον είναι ο έρωτας. Δεν ξέρω, εγώ νομίζω τον έζησα μαζί σου.
Από εκείνη την ημέρα που βρέθηκες στο δρόμο μου δεν χρειαζόμουν καμία επιβεβαίωση για το τι έρχεται. Ήρθε και έφυγε. Αέρας. Ούτε κατάλαβα πώς πέρασες. Ούτε κατάλαβα πώς έφυγες. Μάταιο ξανά. Τι να το κάνεις; Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως εμείς οι δυο καλύτερα να μην είχαμε γνωριστεί.
Γιατί όπως και να το κάνουμε δεν καταστρέψαμε μόνο εμάς αλλά και τους γύρω μας. Και μετά, φευγιό. Το γνωστό. Αλλού εσύ, αλλού εγώ, πιάσαμε τις πέντε ηπείρους. Όχι για ένα καπρίτσιο, μα για μια φλόγα που δεν θα σβήσει ποτέ. Πάντα θα σιγοκαίει.
Σκοτώσαμε ό,τι ήρεμο και άχρωμο υπήρχε δίπλα μας, φτιάξαμε τη δική μας πολύχρωμη και γεμάτη ένταση ζωή, για λίγο. Για πολύ λίγο. Το δικό μας κράτησε μόνο μια στιγμή. Και μετά πάλι καταστροφή.