Γράφει η Κατερίνα Μαυρίδου
Δεν κάνουν φασαρία όταν φεύγουν. Δεν κλείνουν πόρτες, δεν αφήνουν σημειώματα. Δεν σου στέλνουν μηνύματα ξημερώματα για «μια τελευταία κουβέντα». Όχι. Οι άνθρωποι που έδιναν τα πάντα και τους θεωρούσες δεδομένους, απλώς εξαφανίζονται. Σιωπηλά. Αξιοπρεπώς. Ολόκληροι.
Κι εσύ δεν το καταλαβαίνεις στην αρχή. Το πρωί που δεν ήρθε το «καλημέρα», λες θα είναι απασχολημένοι. Το βράδυ που δεν ήρθε το «πώς είσαι;», λες θα είχαν μια δύσκολη μέρα. Μα δεν είχαν τίποτα απ’ όλα αυτά. Είχαν απλώς κουραστεί.
Κουράστηκαν να είναι οι πρώτοι που σου έστελναν και οι τελευταίοι που απαντούσες. Κουράστηκαν να δίνουν όλο το είναι τους και να μην πιάνεις ούτε το μισό. Κουράστηκαν να σε περιμένουν να τους δεις, να τους νιώσεις, να τους αγγίξεις πραγματικά.
Κι όταν επιτέλους νιώθεις το κενό, είναι ήδη αργά. Γιατί το κενό τους δεν κάνει θόρυβο. Πονάει αθόρυβα, σου ματώνει τις σιωπές, σε πνίγει στις λέξεις που δεν ειπώθηκαν. Και τότε τους σκέφτεσαι αλλιώς. Τους εκτιμάς αλλιώς. Θέλεις να επιστρέψουν. Αλλά εκείνοι δεν κάνουν κύκλους.
Δεν είχες χρόνο τότε. Δεν είχες προτεραιότητες. Τώρα έχεις αναμνήσεις. Ίσως και λίγη τύψη. Δεν το παραδέχεσαι, φυσικά. Βλέπεις, ο εγωισμός σου είναι πάντα παρών, την ώρα που εκείνοι είναι πλέον απόντες.
Η αλήθεια είναι μία: τους είχες. Δεν τους κράτησες. Και τώρα τους θυμάσαι… όπως θυμάσαι μόνο εκείνους που δεν θα έχεις ποτέ ξανά.