Εκείνη που έμαθε να βλέπει καλύτερα στο σκοτάδι


Χαρούμενη, μέσα στο φως. Μάγουλα κατακόκκινα, χείλη ζεστά, μάτια σμιλεμένα. Μάτια μικρά σφιγμένα στην αγκαλιά του χαμόγελού της. Μια μέρα στα χρώματα της άνοιξης και του καλοκαιριού. Μια μέρα διαφορετική απ’ τις άλλες.
Επιστρέφει σπίτι. Αφήνει την τσάντα της στον καναπέ. Πετάει κλειδιά και γυαλιά στο τραπεζάκι της κουζίνας. Κλείνει το φως. Με ένα κουμπί την υποδέχεται το βασίλειό της. Ψηλώνει την ένταση και κλείνει τα μάτια.
Με μάτια κλειστά κατευθύνεται και ξαπλώνει στον «θρόνο» της. Ξέρει τι κάνει, δε φοβάται. Βλέπει καλύτερα έτσι.
Το τραγούδι δεν ξέρει από λόγια, καλπάζει η μουσική. Μόνο μελωδία λοιπόν! Μελωδία μιας άλλης εποχής… Μιας εποχής μεσαιωνικής με ιππότες, με μπουντρούμια και κεριά. Έχει μια γεύση από Βυζάντιο και γνήσιο κρασί. Δίπλα η παραμάνα σερβίρει με χρυσοκέντητο υφαντό στο δεξί χέρι.
Πώς να φύγει η γεύση του κρασιού απ’ τα χείλη; Η μουσική πατά σε νότες minore, μια μυστική τελετή. Βήματα αργά, απαλοί κυματισμοί πέπλων στα πόδια. Λευκοντυμένες γυναίκες κάνουν προσφορά στη Θεά.
Μέλι, γάλα και καρπούς απ’ τη γη.
Αρχίζει το βιολί! Δε θέλει συνοδεία, θέλει μοναξιά… Το δοξάρι θέλει σόλο, κάνει τις χορδές να τρέμουν και να καίνε. Παίζει ώρα πολλή. Δε θέλει να φύγει. Τρέχει πάντοτε μόνο και πάντοτε γυρνά στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε να παίζει.
Το ταγκό έλαβε τέλος! Ο καβαλιέρος υποκλίνεται. Η ντάμα χαμογελά δαγκώνοντας ελαφρώς το κάτω της χείλος.
Ήχος από θρόισμα φύλλων μέσα στο δάσος.
Μα πώς βρέθηκα εδώ;
Απλώνει σκοτάδι. Διστακτικά πατάω τα φύλλα και κάνω τα τριζόνια να σωπάσουν. Κοιτάζω ψηλά, βλέπω τ’ αστέρια. Δε φαίνεται το φεγγάρι. Κρύφτηκε γι’ απόψε. Παίζει ύπουλα, θέλει να φοβηθώ…
Κύματα της θάλασσας ακούγονται από μακριά. Μα τι γυρεύουν εδώ; Ακολουθώ την πορεία. Μα πώς γίνεται αυτό; Aντί να φωνάζουν όλο σωπαίνουν… Σωπαίνουν… Σιωπούν…
Ανοίγει τα μάτια της, χαμογελάει και πάλι. Δε κουράστηκε. Ένα δάκρυ ανυπόμονο δεν άντεξε, κύλησε γρήγορα στην αγκαλιά των χειλιών της.