Εγώ, αυτός κι η πρώην, στο τρίγωνο των βερμούδων
Γράφει η Αγάπη Μποστανίτη.
Αόριστος: Ήμουν, Παρόν: Είμαι, Μέλλον: θα είμαι η αγάπη της ζωής του, ακούς;
Η σιγουριά στη φωνή της ήταν που έκανε πιο δυνατό κρότο και από τις βροντές και αστραπές που σκάγανε εκείνη την ώρα στον κατάμαυρο οργισμένο ουρανό. Καταιγίδα έλεγε ο καιρός για απόψε, αλλά εκείνη είχε ξεκινήσει ήδη για τις δύο γυναίκες της ζωής του. Δε χρειαζόταν να της πει κάτι άλλο για να κερδίσει, ήξερε πως η αλήθεια ήταν με το μέρος της. Και η αλήθεια είναι δυνατό φύλλο.
Ησυχία.
Η φωτιά στο τζάκι ήταν το μόνο φως που τρεμόπαιζε στο χώρο. Αλλά όχι δεν ήταν εκείνο που έφερνε την ζέστη στο χώρο, ήταν τα μάτια των δύο γυναικών που δεν τα έπαιρνε η μία από την άλλη και που τα βλέμματα τους σπίθες κτητικότητας και πάθους, έκαιγαν από έρωτα.
Άλλη μια προσέγγιση, άλλη μια διασκευή του γνωστού σε όλους έργου με τρεις πρωταγωνιστές πάντα: Ένας άντρας, δύο γυναίκες.
Η πρώην, εγώ και αυτός.
Ούτε εκατοστό κίνησης από την παρουσία στην άλλη άκρη του χώρου. Δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρα της συνέχισε να την κοιτάει υπομονετικά χωρίς να αντιδράει. Εκείνη δεν είπε κουβέντα, είχε κερδίσει, ήταν σίγουρη!
Δύο άνθρωποι σε ένα σαλόνι. Δύο ψυχές, μαύρες πεταλούδες, παγιδευμένες σε ένα σαλόνι. Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κι όμως κοινή συνισταμένη αυτός. Στη μία άκρη του δωματίου, ακουμπισμένη στο παράθυρο η πρώην, η μοναδική του αγάπη. Σίγουρη για τη συνέχεια, με το κεφάλι ψηλά περίμενε την αντίδραση από την ανθρώπινη σκιά απέναντι της.
Στην μέση το τζάκι και στην άλλη άκρη του δωματίου εγώ, η νυν. Το χαμογελάκι του, η τρέλα του. Την τρέλα του, αυτήν αντιπροσώπευαν και οι δύο τους. Ζούσε για την μοναδική του αγάπη τώρα όμως αναπνέει για το χαμογελάκι του, για το πιο όμορφο χαμόγελο στο κόσμο όπως λέει.
Τότε τα μάτια μου ανοιγόκλεισαν και όλο νόημα σηκώθηκε το φρύδι μου πάνω από τα γυαλιά συνέχισα να την κοιτάω και η φωνή μου ακούστηκε καθαρή μέσα στο δωμάτιο « Είσαι παρελθόν για εκείνον», είπα.
Και τότε ακούστηκε η τελευταία βροντή της καταιγίδας, που την ακολούθησε μια δυνατή αστραπή που έσκασε στο μάγουλο μου. Η πρώην είχε ήδη ξεκινήσει να πλημμυρίζει με δάκρυα το χώρο.
Σιωπή.
Η μία έκλαιγε με αναφιλητά και σπαραγμό, η άλλη με βουβό κλάμα έμεινε αγέρωχη στη θέση της.
Αυτή τη φορά δε θα κρατούσα τίποτα θαμμένο μέσα μου, δε θα κοιτούσα ότι έχω απέναντι μου την πρώην. Ξεκίνησα με την πρώτη φορά που τον γνώρισα και πόσο χαρακτηριστικά μαγική ήταν η φωνή του. Πως μου κέντρισαν οι έξυπνες απαντήσεις του στα δεικτικά μου σχόλια και πόσο πολύ μου άρεσε η γοητευτική αρσενική του παρουσία στη δουλειά μου.
Συνέχισα χωρίς να σκέφτομαι και της μίλησα για εκείνο το πρώτο βράδυ που κάναμε έρωτα και για το πώς άγγιζε το κάθε σημείο στο κορμί μου, πως με φυλάκιζε στην ανάσα του, τι μου είχε πει για εκείνη .
Όμως σαν το κερί που λιώνει κοντά στη φωτιά έτσι έλιωνε και εκείνη όσο τα άκουγε αυτά. Δεν θέλω να με συγκρίνει μαζί σου, δε με νοιάζει αν υπάρχεις, στη τελική κάνεις κακό στον εαυτό σου αν ασχολείσαι μαζί μας. Και τα λόγια μου καυτά.
Δεν θα είναι ο μοναδικός που θα σε σπάσει σε χίλια κομμάτια και δεν θα αγαπήσει μόνο εκείνον. Ο χρόνος είναι γιατρός και η ζωή συνεχίζεται.
Τα τελευταία μου λόγια ειπώθηκαν με φωνή γεμάτη κύρος και πηγή την καρδιά μου.
«Εσύ μπορεί να ήσουν, να είσαι και θα είσαι η αγάπη της ζωής το εγώ όμως είμαι η μοναδική γυναίκα της ζωής του».
Και τότε το τζάκι έσβησε απότομα, αυτά ήταν τα λόγια που δώσανε την νίκη στην νυν και βύθισαν εκείνη τη σκηνή μια για πάντα στο σκοτάδι.
LoveLetters