Γράφει η Γεωργία Ντούνη
Είναι κάποιες νύχτες που με βασανίζουν.
Κάτι πρωινά που το σώμα μου δε σηκώνεται.
Ένα βάρος.
Ένα μόνιμο βάρος για καιρό.
Μα τι μου συμβαίνει; Αφού μία χαρά δεν είμαι εγώ;
Δε με βλέπεις, δε σε βλέπω, μα ξέρω πως κάτι δεν πάει καλά.
Έρχεσαι τα βράδια στον ύπνο μου.
Βλέπω το πρόσωπο σου δακρυσμένο.
Σε βλέπω να κάθεσαι κοντά μου και να μου κρατάς το χέρι.
Να με κοιτάς στα μάτια, έτσι όπως δε με έχεις κοιτάξει ποτέ..
Ξέρω πως κάτι σου συμβαίνει.
Είναι όμως αλήθεια;
Ή μήπως είναι η ανάγκη μου να νιώσω ότι με χρειάζεσαι ή ότι σου λείπω;
Σε στέλνει κάποιος από «έξω» ή σε φέρνω εγώ;
Κάθεσαι εκεί.
Χωρίς να μιλάς.
Χωρίς να αντιδράς..
Κάποιες μόνο φορές μου ρίχνεις ένα μικρό στραβό χαμόγελο.
Κάποιες φορές κλαις χωρίς να ακούγεσαι, χωρίς μορφασμούς.
Κάποιες φορές απλά υπάρχεις.
Και εμένα σα να με κρατάνε αλυσίδες, να μην μπορώ να σε ακουμπήσω.
Να μην μπορώ να κουνηθώ.
Να μην μπορώ να σε βοηθήσω.
Το στόμα μου σφραγισμένο, να μην μπορώ να σου μιλήσω.
Να μην μπορώ να σε πάρω αυτήν την «τελευταία» αγκαλιά..
Ίσως να μην είναι τίποτα και απλά το υποσυνείδητο μου να… υπολειτουργεί.
Ίσως η αδυναμία μου να βγαίνει στα όνειρά μου.
Ίσως απλά να ήθελες να έρθεις.
Ίσως να μην αφήνουν να σε ακουμπήσω γιατί έτσι πρέπει.
Ίσως τα «δεσμά» με προστατεύουν.
Ίσως να μην χρειάζεται τίποτα παραπάνω από αυτό.
Δεν έρχεσαι συχνά.
Έρχεσαι όμως πάντα από το πουθενά.
Χωρίς κάποιο προφανή λόγο.
Κι όταν με επισκέπτεσαι με τον τρόπο αυτό, φταίω να μην πιστεύω πως ένα κομμάτι σου έχει μείνει ακόμα εδώ;