Γράφει η Ελένη Κασιμάτη
Δεν χρειάστηκε να φωνάξεις για να σε προσέξει. Δεν χρειάστηκε να παίξεις ρόλο, να πλασάρεις εικόνα, να πουλήσεις παραμύθι.
Ήσουν εσύ. Και αυτό, για μια γυναίκα σαν εκείνη, ήταν αρκετό.
Ίσως επειδή είχε κουραστεί απ’ τους πολλούς που μίλαγαν πολύ και ένιωθαν λίγο.
Ίσως γιατί διψούσε για κάτι καθαρό. Κάτι που να μην χρειάζεται να το ψάχνει στα κενά.
Την κοίταξες και δεν είδες απλά ένα όμορφο πρόσωπο.
Είδες άνθρωπο.
Με ρωγμές, με φωτιές, με φόβους, με όνειρα που τα κράταγε κρυφά.
Κι αντί να της πεις μεγάλα λόγια, της έδωσες μικρές, αληθινές πράξεις.
Μια “καλημέρα” που δεν ξεχνιόταν. Ένα “είμαι εδώ”, χωρίς να χρειάζεται να στο ζητήσει.
Ένα βλέμμα που δεν έψαχνε ευκολίες, αλλά βάθος.
Δεν σε ενδιέφερε να σε θαυμάσει.
Ήθελες απλά να σε εμπιστευτεί.
Και τα κατάφερες.
Όχι με υποσχέσεις, αλλά με συνέπεια.
Όχι με φωνές, αλλά με σταθερότητα.
Όχι με μεγάλα “σ’ αγαπώ”, αλλά με το να είσαι εκεί, όταν όλοι οι άλλοι χάνονταν.
Δεν εντυπωσίασες. Άγγιξες.
Και αυτό, φίλε μου, είναι κάτι που δεν γίνεται συχνά.
Την κοίταξες, την άκουσες, την ένιωσες.
Την σεβάστηκες. Δεν την ζήλεψες. Δεν την κράτησες πίσω.
Της έδειξες πως μπορεί να είναι ο εαυτός της, χωρίς να φοβάται μην τη χάσεις.
Κι εκείνη, που είχε μάθει να μην ανήκει πουθενά,
κατάλαβε πως αυτή τη φορά… ίσως βρήκε επιτέλους πού να μείνει.