Γράφει η Άννα Μαρκοπούλου
Δεν είναι ότι έγινα κυνική.
Δεν είναι ότι δεν πιστεύω πια στον έρωτα.
Είναι που βαρέθηκα να πληρώνω με την ψυχή μου τα “για πάντα” που διαρκούν ένα φθινόπωρο.
Κουράστηκα να ακούω λόγια όμορφα σαν ροδοπέταλα, που κάτω απ’ το βάρος της πρώτης καταιγίδας γίνονται λάσπη.
Να επενδύω σε βλέμματα που υπόσχονται ουρανούς και στο τέλος δεν βρίσκουν ούτε τον δρόμο για να μείνουν.
Να λέω “ίσως αυτή τη φορά” και να καταλήγω να μαζεύω κομμάτια πιο μικρά απ’ την τελευταία.
Δεν με παρεξηγείς, ε;
Δεν έπαψα να ελπίζω.
Απλώς έμαθα να διαβάζω ανάμεσα στις γραμμές.
Να βλέπω πίσω απ’ τα φώτα.
Να μην ενθουσιάζομαι με ρόλους, αλλά να παρατηρώ τον άνθρωπο όταν πέσει η αυλαία.
Και κάπως έτσι, έπαψα να αγαπώ τα παραμύθια.
Όχι γιατί δεν ήταν όμορφα.
Αλλά γιατί πάντα τελείωναν όταν εγώ ήθελα να συνεχίσουν.
Τώρα θέλω εκείνον που θα με κοιτάξει χωρίς σενάρια.
Που δεν θα φοβηθεί να μου πει “φοβάμαι”.
Που θα μείνει όταν δεν θα υπάρχει μουσική υπόκρουση να ντύσει την αμηχανία.
Δεν θέλω πρίγκιπες.
Θέλω ανθρώπους.
Με πληγές, με παρελθόν, με δισταγμό.
Αρκεί να είναι αληθινοί.
Γιατί στο τέλος της μέρας, αυτό που σε κρατάει δεν είναι η μαγεία.
Είναι η συνέπεια.
Το να λες “είμαι εδώ” και να είσαι.
Χωρίς σενάρια.
Χωρίς σκηνοθεσία.
Χωρίς παραμύθια.