Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Σου γράφω λίγες λέξεις για να μπορέσεις να καταλάβεις πως νιώθω.
Άλλαξες κι αυτή η αλλαγή σου με πίκρανε. Με διαλύει η ρουτίνα, η μονοτονία.
Δεν φαντάστηκες, δεν μπόρεσες να καταλάβεις ότι εγώ τρομάζω με την ευκολία, με την ρουτίνα, με την βαρεμάρα. Κι εκεί τα κάνω όλα μαντάρα, θρύψαλα, κομμάτια.
Δεν είσαι ο ίδιος και αυτό με τρομάζει. Ίσως δεν έχεις τα ίδια συναισθήματα πλέον. Πολεμάω κι όμως κάθε μέρα με διώχνεις. Πολεμάω την ανάσα σου, που χώθηκε βαθιά μες λαρύγγι μου και πνίγομαι.
Όχι δεν θα ξυπνήσω τις αυταπάτες μου. Κοιμούνται βαριά μαζί με τον εγωισμό σου. Κι όμως υπήρχα και πριν να έρθεις. Και θα συνεχίσω να υπάρχω.
Αλλά δεν θα υπάρχω εκεί που περισσεύω. Εκεί που δεν εκτίμησαν την αξία μου. Εκεί που αρνήθηκαν την φωνή μου. Εκεί που δεν αγάπησαν την ψυχή μου.
Εγώ σ’αγάπησα παρ’όλα ταύτα!
Κι ακόμα σ’αγαπώ!
Αλλά ο αυτοσεβασμός μου δεν επιτρέπει πλέον, να επιμένω σε κάτι που με έχει τόσο αδικήσει! Δεν μπορώ να επιμένω σ’έναν κόσμο που δεν υπάρχω.
Καταρρέω στις λέξεις και γράφω, γράφω, γράφω και τίποτα δεν γράφω.
Φοβάμαι να σύρω τα λόγια μου μήπως και σε πληγώσω. Και πληγώνω εμένα.
Δεν μιλάω πια, γιατί έχει σιωπήσει η καρδιά μου. Γιατί δεν μπόρεσα να κατακτηθώ, δεν μπόρεσα να κατακτήσω, δεν μπόρεσα να λυγίσω ούτε λεπτό
και ανάλγητη λυγίζω καθημερινά όλο και πιο πολύ.
Γιατί δεν μπόρεσα να με σώσω απ’αυτόν τον όλεθρο, δεν μπόρεσα να αντέξω το να υπάρχω και να μην υπάρχω, να μένω και να μην μένω, να φεύγω και να μην φεύγω.
Κι είναι δική μου επιλογή, αυτή ναι, είναι δική μου. Και πολεμάω την σιωπή με θόρυβο που τρελαίνει και στέκομαι όρθια ενώ θά’πρεπε να κείτομαι χάμω και γράφω, γράφω, γράφω και δεν ξέρω τι γράφω.
Από που να πιάσεις τις λέξεις, που να τις αφήσεις, που θα καταλήξουν, που θα ξημερώσουν και που θα βραδιάσουν.
Ακόμη και το σ’αγαπώ σου με πληγώνει, γιατί ξέρω ότι δεν το εννοείς πια.
Γιατί την αγάπη την ένοιωσα στο πετσί μου και ξέρω πως είναι. Γιατί έπαψες αγάπη πλέον να θυμίζεις.