Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Μερικοί άνθρωποι δεν σε αγάπησαν ποτέ. Απλώς αγάπησαν την αντανάκλασή τους μέσα στην αγάπη σου.
Δεν ήταν εσύ.
Ήταν ο τρόπος που τους κοίταξες. Ο τρόπος που τους άκουσες όταν οι άλλοι σιωπούσαν.
Ήταν η ζεστασιά που τους τύλιξες όταν όλα έξω πάγωνε.
Ήταν τα “είμαι εδώ” που τους έδωσες πριν καν στο ζητήσουν.
Δεν αγάπησαν εσένα. Αγάπησαν το πώς ένιωθαν όταν ήσουν εκεί.
Αγάπησαν τη βεβαιότητα που τους πρόσφερες.
Τη φροντίδα που δεν είχαν μάθει να δίνουν, αλλά τόσο ήθελαν να παίρνουν.
Αγάπησαν την παρουσία σου, αλλά όχι εσένα.
Γιατί εσύ ήσουν το μέσο. Το καταφύγιο. Ο σταθμός τους.
Κι όταν ένιωσαν ότι χόρτασαν απ’ όσα τους έδωσες, απλώς έφυγαν.
Δεν ήσουν εσύ το κέντρο τους.
Ήταν η ανάγκη τους να νιώσουν σημαντικοί, κι εσύ τους έκανες να νιώσουν έτσι.
Ήταν το φως που τους χάρισες, επειδή δεν ήξεραν πώς να το ανάψουν μόνοι τους.
Και όταν έσβησε, δεν προσπάθησαν να το ξανανάψουν.
Γιατί το φως ήταν δικό σου. Όχι δικό τους.
Μην ψάχνεις να βρεις τι δεν έκανες σωστά.
Έκανες περισσότερα απ’ όσα χρειαζόταν.
Έγινες καθρέφτης τους. Κι αυτοί απλώς θαύμασαν τον εαυτό τους μέσα από σένα.
Μερικοί άνθρωποι δεν αγαπούν εμάς.
Αγαπούν το πώς τους κάναμε να νιώσουν.
Κι αυτό, όσο κι αν πονά, δεν είναι αγάπη. Είναι ανάγκη μεταμφιεσμένη.
Κι όταν πια δεν τους εξυπηρετεί, σε αφήνουν.
Όχι γιατί έκανες κάτι λάθος.
Αλλά γιατί τελείωσε αυτό που έπαιρναν από σένα.
Και ξέρεις κάτι;
Εσύ δεν γεννήθηκες για να γεμίζεις τις τρύπες των άλλων.
Ούτε για να παίζεις ρόλους σε θεατρικά που δεν έγραψες.
Εσύ είσαι η δική σου ιστορία.
Και μια μέρα, κάποιος θα αγαπήσει επιτέλους εσένα.
Όχι τον τρόπο που τον έκανες να νιώσει.
Εσένα. Από την αρχή ως το τέλος.