Γράφει ο Κωνσταντίνος Ρούσσος
Για εμάς τους δυο, ο χρόνος ήταν πάντα εχθρός. Από την αρχή, ήταν εκεί, ανάμεσά μας, σαν αόρατος τρίτος που μας παρακολουθούσε, έτοιμος να τραβήξει την πρίζα. Δεν μας έδωσε ποτέ την πολυτέλεια να χαλαρώσουμε, να αφεθούμε. Πάντα τρέχαμε, πάντα βιαζόμασταν να προλάβουμε κάτι που δεν ξέραμε αν υπήρχε.
Θυμάσαι; Κάθε στιγμή μαζί σου ήταν σαν κλεμμένη ανάσα. Κάθε αγγίζω, κάθε βλέμμα, σαν να το είχαμε δανειστεί από κάποιον που μας παρακαλούσε να το επιστρέψουμε. Κι εμείς, εκεί, να σφίγγουμε τα χέρια μας λίγο παραπάνω, σαν να μπορούσαμε να κρατήσουμε τον χρόνο πίσω με το πείσμα μας. Αλλά ο χρόνος, βλέπεις, δεν χάνει ποτέ. Είναι ο πιο αδυσώπητος αντίπαλος.
Μας πήγε κόντρα από την αρχή. Όταν έπρεπε να συναντηθούμε, μας έκοβε δρόμους. Όταν θέλαμε να μείνουμε, μας τραβούσε μακριά. Δεν μας έδωσε ποτέ την ευκαιρία να δούμε πώς θα ήμασταν χωρίς τα «αν», χωρίς τις σκιές του «κάποτε» και του «ίσως». Κάθε στιγμή μας ήταν σαν να μετράγαμε αντίστροφα για το τέλος. Και το ξέραμε.
Αλλά ξέρεις τι είναι το πιο ειρωνικό; Δεν μετανιώνω. Ο χρόνος μπορεί να ήταν εχθρός, αλλά εσύ ήσουν το καταφύγιο. Κάθε στιγμή μαζί σου ήταν σαν να πολεμούσα κάτι μεγαλύτερο από εμάς, και το έκανα με χαρά. Ήσουν η μόνη νίκη σε έναν πόλεμο που ήξερα ότι θα χάσω.
Και τώρα; Τώρα ο χρόνος κέρδισε. Ήρθε το τέλος που ξέραμε ότι θα έρθει. Αλλά ακόμα και τώρα, ακόμα κι όταν όλα έχουν τελειώσει, δεν μπορώ να θυμώσω μαζί του. Γιατί, αν και μας έκλεψε, μας έδωσε κάτι που δεν μπορεί να πάρει πίσω: τις στιγμές μας. Εκείνες τις κλεμμένες ανάσες που θα κουβαλάω για πάντα.
Για εμάς τους δυο, ο χρόνος ήταν πάντα εχθρός. Αλλά αν αυτό ήταν το τίμημα για να ζήσω όσα έζησα μαζί σου, τότε χαλάλι. Γιατί, στο τέλος της μέρας, μπορεί να έχασα τη μάχη, αλλά κέρδισα εσένα. Και αυτό, για μένα, είναι αρκετό.