Γράφει ο Άρης Γρηγοριάδης
Δεν είχες καμία δουλειά να εμφανιστείς ξανά στη ζωή μου.
Αν είχες καταλάβει έστω και λίγο τι κακό έκανες τότε, φεύγοντας, τώρα δεν θα έπρεπε να στέκεσαι απέναντί μου.
Κι όμως, με κοιτάς με αυτό το βλέμμα που δεν γνώρισε ποτέ υποταγή.
Με κοιτάς κατευθείαν μέσα στα μάτια.
Τι ψάχνεις; Τι διαβάζεις; Τι αναζητάς;
Δεν είμαι ο ίδιος που άφησες τότε. Άλλαξα. Άλλαζα κάθε μέρα που πέρναγε χωρίς εσένα.
Σε μισούσα κάθε ξημέρωμα. Κάθε ξημέρωμα που έφευγες από το όνειρό μου.
Εκείνο το τόσο δυνατό όνειρο που έβλεπα κάθε νύχτα. Που δεν το θυμόμουν μόνο, αλλά το ένιωθα στο κορμί μου.
Ένιωθα το άγγιγμά σου πριν αποκοιμηθώ. Ένιωθα το χάδι σου μέσα στη νύχτα. Ένιωθα την ανάσα σου όλη τη νύχτα.
Και το ξημέρωμα ήξερα πια, πως δεν είσαι εδώ.. μέχρι που σταμάτησα να θυμάμαι. Σταμάτησα να νιώθω.
Σκόρπισα τις μνήμες σου σε δανεικά κρεβάτια και κατά παραγγελία αγκαλιές.
Σε σκόρπιζα στους πέντε ανέμους για να μην μπορείς να ξαναγεννηθείς.
Μέχρι που στάθηκες μπροστά μου. Μετά από χρόνια. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Με εκείνο το βλέμμα το αγέρωχο.
Με εκείνο το ύφος που κανείς δεν ήξερε ποτέ αν χαμογελάς ή αν ειρωνεύεσαι.
Γιατί δεν σκορπίστηκες;
Γιατί δεν χάθηκες;
Γιατί ξαναγεννήθηκες;
Σε μισώ. Ακούς;
Σε μισώ.
Σ’αγαπώ.
Σε θέλω.
Γαμώτο, σε θέλω!