Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Δεν ανέχομαι να είμαι κομμάτι ενός κόσμου που αλλάζει προς τα πίσω. Ένας κόσμος που μπορεί και καταπίνει την αδικία, μεθά με το έγκλημα και λικνίζεται σε ρυθμούς τιποτένιους. Από πότε όλοι μας δεν έχουμε φωνή; Από πότε μάθαμε να γλεντάμε με τον πόνο του διπλανού μας; Λυπάμαι οικτρά όταν αντικρίζω κατάματα τον φόβο, την αδικία, τον φθόνο.
Κάποιος χτύπησε στα δεξιά σου και σε έχει ανάγκη. Χρειάζεται βοήθεια για να σηκωθεί, να βρει ισορροπία και να σταθεί ξανά στα δύο του πόδια. Εσύ πού βρίσκεσαι; Ανέμελος συνεχίζεις το διάβα σου, αλλάζοντας πορεία, κοιτάζοντας το κινητό σου, δήθεν ότι δεν είδες τίποτα, ότι ήσουν αφηρημένος. Κάποιος λίγο παρακάτω, στην καρδιά του καλοκαιριού, μια ηλικιωμένη κυρία κρατά στους ώμους της τσάντες με ψώνια σταματώντας ανά δέκα βήματα να πάρει ανάσες κατεβάζοντας τη μάσκα στο στόμα. Εσύ πού βρισκόσουν; Ακριβώς πίσω της ρίχνοντας κατάρες για την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε μπροστά σου… Ίχνος συμπόνιας, αδιαφορία και εμπαιγμός…
Δε θα προχωρήσω πολύ παραπέρα. Φίλοι που χάθηκαν και ήρθαν ξανά να σ’ αγκαλιάσουν, να σου πουν ιστορίες και ν’ ανταλλάξετε όνειρα. Ακόμη κι εκείνους φοβάσαι. Άσχημες σκέψεις γρατζουνούν τη συνείδηση. «Πότε ήρθαν;», «Από πού;», «Τι αναζητούν από μένα;». Τόση καχυποψία, φθόνος και μίση. Ένας κόσμος που για να καταφέρει να ορθοποδήσει μας χρειάζεται όλους δεμένους σε μια γροθιά. Γιατί να κατακρίνω τον άλλο όταν ο ίδιος δεν κρίνω τον εαυτό μου; Γιατί να χαρώ με τη θλίψη του άλλου αντί να τον συμπονέσω; Γιατί να μη μιλήσω σαν βλέπω την αδικία μπροστά μου;
Πόσα «γιατί» ακόμη πρέπει να αριθμηθούν για να μας υπενθυμίσουν το ποιοι είμαστε. Άνθρωποι μονάχα στο όνομα, ταυτότητες στα χαρτιά με τη βούλα. Η ιδιότητά μας εκλείπει, ο αλτρουισμός, ο αλληλοσεβασμός και η συμπόνια. Έχουμε λησμονήσει τι θα πει άνθρωπος, πόσο κόπο χρειάζεται ακόμη για να αγγίξουμε τη φύση μας. Κάποια τρικυμία ίσως μπορέσει να μας ταρακουνήσει, να μας κάνει να δούμε καθαρά το τι εκτυλίσσεται γύρω μας. Ας ελπίσουμε πως μέσα μας η σπίθα δεν έχει χαθεί, ότι δεν κάηκαν όλα στις φλόγες, ότι δεν έμεινε μόνο η στάχτη. Ας ελπίσουμε… Ας ελπίσουμε…