Γράφει η Αντζέλικα Θεοφανίδη
Ήταν μια μυστηριώδης ποίηση σκοτεινή, που την καταλαβαίνουν ελάχιστοι.
Οι στίχοι της, ο ρυθμός της, δυσνόητοι για πολλούς.
Οι περισσότεροι αρκούνταν στο να διαβάζουν τον τίτλο του ποιήματος, ένας τίτλος που τους μαγνήτιζε, ήθελαν να διαβάσουν περισσότερα μα δυσκολεύονταν να αφουγκραστούν και να κατανοήσουν τις βαθιές έννοιες που ξετυλίγονταν μέσα από τους στίχους που έκρυβαν βάθος σκοτεινό αλλά συνάμα φωτεινό, σαν αλήθεια που πονά και λυτρώνει μαζί.
Μια σκοτεινή ποίηση αυτή η γυναίκα, όχι γιατί στερούνταν το φως, αλλά γιατί το φως της δεν ήταν για όλους, δεν ήθελε να είναι..
Κάθε της λέξη έκρυβε δάκρυ και φλόγα μαζί, ελάχιστοι αυτοί που έμειναν να τελειώσουν το ποίημα, να διαβάσουν πίσω από τις λέξεις.
Αποκαλύτονταν οι έννοιες της μόνο σε αυτούς που διψούσαν για την αλήθεια της, μια αλήθεια που ξετυλιγόταν μόνο σε εκείνους τους λίγους που τόλμησαν να μείνουν, μια αλήθεια που δίνονταν αργά, με δόσεις.
Ήταν ένα ποίημα που δεν ήθελε να τη θαυμάζουν, ήθελα μονάχα εκείνους τους αναγνώστες που θα διαπερνούσαν της ψυχής της τα άδυτα.
Ποίημα γραμμένο με αίμα, σαν κάτι αρχέγονο, μυστηριακό..
Είχε φτάσει κάποτε η μέρα που η σκοτεινή της ποίηση έμοιαζε να φωτίζετε εκ των έσω. Ήταν λες και κάποιος είχε καταφέρει να τη διαβάσει σωστά και διεισδυτικά.
Το σκοτάδι της το κρατούσε σαν κόρη οφθαλμού γιατί μέσα του έκρυβε όλα όσα οι άλλοι είχαν προσπεράσει, όσα για χρόνια προσπαθούσε να κρύψει.
Τώρα όμως με μια μικρή χαραμάδα φωτός, κάτι μέσα της έμοιαζε να αλλάζει. Μπορούσε πλέον το σκοτάδι της να συνυπάρξει για πρώτη φορά με το φως.
Ένα φως που ήρθε από ένα αναγνώστη που δεν προσπάθησε να διώξει το σκοτάδι μα να το διαβάσει. Το μονοπάτι της ψυχής της καθάρισε από το πολύ σκότος και έγινε δρόμος που θα τον περπατούσε μόνο αυτός ο ένας. Άνοιξαν οι πύλες του φρουρίου που τόσο περίτεχνα έμεναν κλειστές για μικρές αιωνιότητες. Το μονοπάτι οδηγούσε στη ψυχή. Κατευθείαν. Μόνο για ένα. Εσένα.