Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Όχι αγάπη μου δεν θέλω τα μισά και τα φαγωμένα.
Μου αξίζουν τα ολόκληρα, τα καλύτερα.
Αυτά που δίνεις δεν αρκούν για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα.
Γιατί εγώ όταν δίνω, δίνω ένα κομματάκι απ’ την ψυχή μου, αυτήν που όταν σε κοιτάει σου κόβεται η ανάσα.
Προτιμώ το καθόλου απ’ το λίγο, απ’ το μέτριο.
Ποιος σου είπε ότι χωρίς να κάνεις τίποτα θα τρέχω από πίσω σου;
Πρέπει να καταθέσεις ψυχή για να πάρεις ψυχή.
Γιατί η ψυχή μου ημίμετρα δεν γνωρίζει.
Τα θέλω όλα χτυπημένα στα κόκκινα.
Γιατί εμένα μου βρέχει η τρικυμία το στόμα.
Το δικό μου σ’ αγαπώ είναι χτυπημένο μέχρι το κόκκαλο.
Το δικό μου σε θέλω σε πετάει συθέμελα στην καταιγίδα.
Γιατί εμένα μου βρέχει το στόμα ένα άφταστο πάθος κι όχι κάτι ανέπαφα χλιαρό και ξεφτισμένο.
Το δικό μου κύμα δεν βρέχεται απλώς απ’ την καταιγίδα, αλλά ασπάζεται την καταιγίδα στο στόμα.
Ο δικός μου πόθος ριγώνει την επιθυμία και την ξεβράζει στα σπάργανα της θύελλας.
Η δική μου αγκαλιά ντύνει την ηδονή με θράσος και γδύνει την τρικυμία με οδύνη.
Σαν την κόλαση που γλύφεις και τα δάχτυλά σου, σαν το φιλί μου που αφήνει έναν κρότο πάνω στα χείλη σου.
Γι’ αυτό σου λέω, δεν μπορώ να συμβιβαστώ.
Δεν μπορώ να βρέχω το στόμα μου με ψέματα και το κορμί μου με χλιαρές ανάσες.
Δεν μπορώ να στέκω στην αγάπη σαν εκλαμψία, σαν δηλητήριο.
Αν αγαπάς, να αγαπάς με όλο σου το είναι, ειδάλλως μην αγαπάς καθόλου.
Δεν μπορώ τα μισά, τ’ αδειανά, τα ρηχά.
Γι’ αυτό αν ξανάρθεις κοντά μου σκέψου πρώτα αν μπορείς να αντέξεις το πάθος μου και να δώσεις τα ανάλογα.
Ειδάλλως κάτσε στα αυγά σου και κοίταζε από μακριά.
Γι’ αυτό θέλω να με διαβάζεις, να μπορείς να νιώθεις τι αισθάνομαι.
Σαν ένα ποίημα ευανάγνωστο, με ένα σώμα
δυσκολοκατάκτητο.
Σαν ένας λυγμός που περνάει απ’ το σώμα σου στο σώμα μου τρέμοντας.
Εγώ είμαι το ποίημα το ανεξερεύνητο, ανεξέλεγκτο σε συγκινήσεις.
Σαν μια πυρακτωμένη ρίμα με χυμούς από ηφαίστειο.
Σαν την συνουσία που φέρει την υπογραφή μου.
Γιατί εγώ ποθώ επικίνδυνα και το θέλω μου παίρνει φωτιά.
Και δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια.
Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι μείνε ή φύγε.
Αντέχεις ή είσαι και συ απ’ αυτούς τους λίγους που τους αρέσει το τσιμπολόγημα;
Γιατί κακά τα ψέματα η ψυχή μου θέλει ψυχή για ν’ αντέχει τα μέτρια.