Γράφει η Αλεξάνδρα Φαρμάκη
Με κοιτάζεις. Μ’ εκείνο το διάφανο βλέμμα και το στυγνό ύφος. Στέκεσαι στην απέναντι πλευρά. Θα έλεγα πως το βλέμμα σου φαίνεται κάπως απρόσωπο. Τόσο καλά φορεμένο που για πολλούς θα έμοιαζε αόρατο.
Με ξεχωρίζεις. Και εγώ. Εντοπίζω μια μικρή δυναμική στην κίνηση σου. Έλκομαι. Πρόβλημα. Βαριέμαι. Κι αυτό πρόβλημα. Όχι εσένα. Εσένα δεν σε ξέρω καν. Υπάρχει μια λεπτή μονοτονία σε όλα.
Με επεξεργάζεσαι. Διακριτικά, μυστικά, αθόρυβα. Δεν έχεις το ύφος ενός μικρού εξερευνητή. Πλέκεις τις ματιές σου με μια μοναδική τεχνική και τις αφήνεις να απλωθούν μια προς μια πάνω μου. Έτσι αδιάφορα. Απρόθυμα. Νωχελικά.
Δεν φαίνεται να ζητάς κάτι. Μα συνεχίζεις να βρίσκεσαι εκεί απέναντι. Κοιτάζεις. Σπάνια βρίσκονται μάτια να σε χαζεύουν και χείλη να μην αρθρώνουν λέξη. Τι διάολο; Περιμένεις κάτι; Δεν ξέρεις. Δεν με ξέρεις.
Δύσκολα ανοίγονται οι ουρανοί μου. Αν με θεωρείς αμέτοχη σ’ όλο αυτό.. Είμαι αλήθεια. Ακόμη ένας αδιάφορος επισκέπτης. Από εκείνους που μπαίνουν στη διαδικασία να κοιτάξουν. Να κοιτάξουν κι ας μην μπορούν να καταλάβουν.
Ξεκίνησα να μετράω τα λεπτά στους δείκτες. Αγένεια; Ποιος νοιάζεται; Ευτυχώς που φόρεσα ρολόι σήμερα. Είναι που ‘χω ένα θεματάκι με τον χρόνο. Απεχθάνομαι οτιδήποτε αγγίζει τον καρπό μου. Μου θυμίζει πως πρέπει να το κουβαλάω όλη μέρα ή για μέρες πάνω μου. Σαν μια ευθύνη να υπενθυμίζει για το τι θα ακολουθήσει. Σήμερα όμως το φόρεσα το ρημάδι. Σαν από ένστικτο. Πολύ βοηθητικό. Φωνάζει προειδοποίηση. Φωνάζει πως πρέπει να βιαστείς. Ή να βιαστώ; Να διαλέξεις. Ή να διαλέξω; Ρόλοι. Με κουράζουν. Δεν μπορώ να συναγωνιστώ. Άλλωστε γιατί να πρέπει να μπορέσω; Άστο. Πολύ ανάλυση για τόσο χρόνο. Για πόσο χρόνο; Για όσο θέλουμε ή για όσο θα μας διαθέσουμε;
Ποσότητα. Μέχρι πρότινος, οικεία λέξη. Σήμαινε πολλά. Τόσα πολλά που μόνο όταν τα χάσεις μπορείς να τα εκτιμήσεις. Έπειτα τι μένει; Δεν ξέρω. Σίγουρα κάτι, κάπως, κάτι υπάρχει. Αλλά όχι το ίδιο. Γεννιέται ωσάν κάτι διαφορετικό. Αέρας αλλιώτικος, πιο έμπειρος. Κατασταλαγμένα συναισθήματα. Δεν χορεύει πλέον η καρδιά. Έχει ηρεμήσει. Την ελευθερία την έκανε σύμμαχο της.
Την στήριξε σε πολλά. Έμαθε όπως έμαθε. Απομυθοποίησε πρόσωπα, έπεσαν τα κάδρα με τις φωτογραφίες στο σπίτι. Στήριξε την αλήθεια της. Αυτοπροσδιορίστηκε.
Και τώρα εσύ απέναντι να προσπαθείς να γίνεις μια ενδιαφέρουσα φιγούρα. Να συγκινήσεις με την πρωτοτυπία και την μοναδικότητα σου. Ξέρεις, κάποτε ήμασταν όλοι μοναδικοί. Κάποτε ζούσαμε σε δικά μας κάστρα και τα παλάτια μας είχαν την εικόνα γνώριμων παραμυθιών. Κάποτε εκείνοι οι δικοί μας άνθρωποι, μας χάρισαν στέμματα χρυσά που έπρεπε να τα φυλάττουμε και να τα εκτιμάμε. Και μεγαλώσαμε πιστεύοντας σε θαύματα, σε παραμύθια που ίσως να μην άγγιζαν την πραγματικότητα αλλά σαν σκέψη μας γοήτευαν.
Κάποτε είχαμε επιλογές να φανούμε μοναδικοί. Κάποτε εσύ και εγώ, μπορούσαμε να λάμπουμε και να γυαλίζουμε. Να δίνουμε και να ξεχνάμε να παίρνουμε. Κάποτε όλοι μας ήμασταν αλλιώς. Γιατί έπρεπε να είμαστε αλλιώς. Και έπειτα, οι επιλογές μας γίνηκαν γρήγορες, εύκολες, αξόδευτες.
Και κάπως έτσι μάθαμε να ξεχωρίζουμε τι έχουν να πουν τα μάτια. Να βλέπουμε, πριν μας δουν. Να καταλαβαίνουμε, πριν καν προλάβουν να μπουν στο κόπο να μας καταλάβουν. Να μην μιλάμε, να περιμένουμε μόνο όσα επιθυμούν να ειπωθούν. Να κάνουμε υπομονή σε όσα πρέπει και σε όσα θα ‘ρθουν. Να ξέρουμε πως θα περάσει κι αυτό, γιατί στο τέλος όλα περνάνε. Να εμβαθύνουμε λίγο παραπάνω από το μη ουσιώδες και το αμέτοχο των ημερών.
Γι’ αυτό πριν πλησιάσεις κάποιον μέτρα τα βήματα σου προς αυτόν και τον λόγο που τα κάνεις. Κουραστήκαμε να διώχνουμε ανθρώπους που δεν μας κάνουν. Ρούχα που ποτέ δεν ήταν για εμάς κι όμως τα φορέσαμε για έναν φτωχό συμβιβασμό.
Γιατί δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε όσο θα έπρεπε. Γιατί έτσι μάθαμε. Και εσύ εκεί. Στέκεις ακόμη απέναντι. Αμέτοχος και άδειος. Και σε εντοπίζω, σε απομακρύνω.