Γράφει ο Κωνσταντίνος Ρούσσος
Ήρθες. Και μαζί σου έφερες το χάος.
Ένα χάος που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η δική μου αλήθεια, καλά κρυμμένη πίσω από μάσκες, τοίχους και εσωτερικούς διαλόγους που με διαβεβαίωναν πως είμαι άτρωτος. Ήρθες και ξύπνησες τους πιο βαθιά κρυμμένους φόβους μου. Αυτούς που είχα θάψει, καλύψει με στρώματα από εγωισμό, λογική και ατέλειωτα “δεν θα ξαναπαθώ το ίδιο.”
Σε κοιτάζω και βλέπω στα μάτια σου όλα όσα φοβήθηκα. Φόβος να αφεθώ. Να παραδεχτώ πως κάποιος έχει τη δύναμη να με γκρεμίσει. Εσύ. Να με δεις γυμνό, ευάλωτο, χωρίς τη στολή που τόσο σχολαστικά είχα φτιάξει για να προστατεύομαι.
Και πώς το λένε; Οι άντρες δεν φοβούνται και δεν κλαίνε; Ε, εγώ και φοβάμαι, και κλαίω κορίτσι μου. Φοβάμαι να σε χάσω πριν προλάβω να σου πω όσα κρατάω μέσα μου. Κλαίω για όλα όσα δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί σου, για κάθε σκέψη που με πνίγει όταν δεν είσαι εδώ.
Μα, ξέρεις κάτι; Δεν σε μισώ για αυτό. Αντίθετα, σε θέλω πιο πολύ. Γιατί ο τρόμος που κουβαλάς μέσα σου δεν είναι καταστροφή. Είναι ζωή. Μου δείχνεις πως ζω ακόμα. Πως μπορώ να νιώσω. Πως δεν έγινα ψυχρός μηχανισμός που λειτουργεί από συνήθεια.
Είσαι η πρόκληση που πάντα ήθελα αλλά ποτέ δεν τόλμησα να ζητήσω. Η γυναίκα που μέσα της έχω βρει τον καθρέφτη μου. Κι αυτός ο καθρέφτης, όσο κι αν με τρομάζει, δεν λέει ψέματα. Μου δείχνει τον άντρα που είμαι και αυτόν που μπορώ να γίνω, αν τολμήσω.
Ναι, ξύπνησες τους φόβους μου. Τους πιο σκοτεινούς, τους πιο επώδυνους. Αλλά μαζί ξύπνησες και την ελπίδα. Κι αυτή η ελπίδα, για μια φορά, υπερισχύει. Γιατί εσύ είσαι η μόνη γυναίκα που κατάφερε να με αναγκάσει να ζήσω αληθινά.
Θέλεις το χάος μου; Πάρ’ το. Γιατί αν είναι να καώ, προτιμώ να καώ μαζί σου.