Γράφει η Εύα Καρρά
Είπες πως σου έλειψα.
Πως τώρα ξέρεις, πως τώρα κατάλαβες.
Πως όλα όσα είχες, τα έχασες μέσα από τα χέρια σου και θες να τα μαζέψεις απ’ την αρχή.
Και θέλεις κι εμένα. Πάλι. Από την αρχή.
Και μίλησες για μια ευκαιρία. Μία τελευταία.
Και ξέρεις τι σκέφτηκα;
Να στη δώσω.
Αλλά όχι όπως νομίζεις. Όχι όπως ήξερες.
Αυτή τη φορά θα παίξουμε αλλιώς.
Θα γίνεις εσύ εγώ.
Και θα σηκώσεις για λίγο το βάρος που κουβαλούσα σιωπηλά.
Εσύ θα πρέπει να δίνεις χωρίς να παίρνεις.
Να προσπαθείς χωρίς να αναγνωρίζεται τίποτα.
Να σταθείς παρών όταν λείπεις απ’ τον εαυτό σου.
Να είσαι ήρεμος, ενώ μέσα σου γίνεται σεισμός.
Θα πεις “σε χρειάζομαι” και θα σου πουν “δεν είναι τώρα η ώρα”.
Θα πεις “σε νιώθω” και θα σε κοιτάξουν σαν να λες υπερβολές.
Θα ζητήσεις ένα λεπτό από τη μέρα κάποιου και θα σου δώσουν μισό από τον χρόνο τους.
Θα σε πουν γκρινιάρη, θα σε πουν αχάριστο, θα σε πουν κουραστικό.
Θα μετράς τις φορές που χάθηκες για χάρη τους και θα μην θυμάται κανείς καμία.
Κι όταν κάποια στιγμή σηκωθείς και φύγεις,
θα τρέξουν πίσω σου με ένα “γύρνα”.
Όχι από αγάπη. Από φόβο.
Φόβο μήπως βρουν μπροστά τους τον καθρέφτη που τόσο καιρό απέφευγαν.
Ορίστε λοιπόν η ευκαιρία που ζητούσες.
Μια ευκαιρία να δεις.
Όχι εμένα.
Τον εαυτό σου.
Αν αντέχεις, μείνε.
Αν όχι, τουλάχιστον τώρα θα ξέρεις γιατί έφυγα εγώ.