Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Χθες, μέσα σε μια κουβέντα που ξεκίνησε δεν θυμάμαι πώς και κατέληξε όπως όλες οι έξυπνες συζητήσεις, να ξύνει υπαρξιακά, ειπώθηκε πως.. «Έχουν κι οι κακές μέρες τη γοητεία τους.»
Κι από εκείνη τη στιγμή, η φράση κόλλησε στο μυαλό μου όπως το τραγούδι που δεν θες να παραδεχτείς ότι σου αρέσει (ναι, ναι, εκείνο το σκυλάδικο..)
Γιατί ναι, ας είμαστε ειλικρινείς.
Οι κακές μέρες δεν έχουν πρόγραμμα, ούτε ειδοποίηση.
Σκάνε απροειδοποίητα, σαν τους βλάκες γύρω σου. Ξυπνάς στραβά, το σύμπαν κάνει τα δικά του, και το μόνο που θέλεις είναι να μην σε ρωτήσει κανείς “τι έχεις;”.
Δεν έχεις. Ή μάλλον έχεις πολλά. Αλλά δεν είναι της ώρας.
Κι όμως, εκεί, μέσα στο χάος, αρχίζει η γοητεία.
Όχι της εμφάνισης. Της ψυχής.
Το να μην έχεις ενέργεια να εντυπωσιάσεις κανέναν και να μην σε νοιάζει.
Το να πέσεις και να μη ντρέπεσαι.
Το να είσαι άνθρωπος, χωρίς πρόβα και ρόλο.
Και το καλύτερο;
Να υπάρχει κι ένας άνθρωπος απέναντι.
Που δεν θα προσπαθήσει να σου φτιάξει τη μέρα.
Αλλά θα κάτσει δίπλα σου στον καναπέ, θα φάτε μαζί παγωτό πικρή σοκολάτα, και θα γελάσετε με το τίποτα.
Ή και με το τίποτα δεν θα πείτε λέξη – και θα είναι εντάξει.
Γιατί τελικά, έχουν κι οι κακές μέρες τη γοητεία τους.
Αρκεί να βρεις κάποιον που δεν θα τρομάξει από το λίγο σου.
Και θα μείνει, μέχρι να επιστρέψει το πολύ.