Γράφει η Βάσω Θεοδωρίδου
Δεν ξέρω τι να κάνω, όλοι μου προτείνουν και μία λύση στα προβλήματα μου. Πιέζομαι. Εγώ θέλω να ακούσω μόνο την καρδιά μου. Αυτό πίστευα ότι πρέπει να κάνουμε πάντα όλοι. Να ακούμε αυτό που μας λέει το μέσα μας και να το διεκδικούμε με όλο μας το είναι, όλη μας τη ψυχή.
Πώς όμως το διεκδικούμε; Λεπτές γραμμές στο να παρασυρθούμε προς την υπερβολή. Να πας προς το ελεύθερο πνεύμα ή προς το καταπιεστικό; Πώς να κρατήσεις μεσότητα σε κάτι που επιθυμείς πολύ; Ξέφυγα, έγινα κάτι που δε φανταζόμουν ποτέ πως θα γινόμουν. Ζήλευα, ζήλευα παθιασμένα και δεν ήξερα πως να με συγκρατήσω.
Ένιωθα συνεχώς πως με προκαλούν να μεταμορφωθώ σε κάτι κακό, σε κάτι που δε μου ταίριαζε, δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία μου. Νευρίαζα με τον εαυτό μου τόσο πολύ! Γιατί τους άφησα να με επηρεάσουν ξανά; Όχι. Δεν είμαι έτσι εγώ.
Δε θέλω να γίνω ό,τι κορόιδευα. Θα αφήσω τον άλλον ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει και εγώ θα δεχτώ μόνο όσα αντέχω. Αν δεν αντέξω θα φύγω. Δε θα καταπιέσω κανέναν. Δε θα πάρω κανενός την ελευθερία και δε θα μου στερήσει κανείς τη δική μου.
Ναι, τώρα ακούω ξανά τον εαυτό μου, αυτό που είμαι και αυτό που προσπάθησαν οι άλλοι εσκεμμένα ή μη, άμεσα ή έμμεσα να το αλλάξουν. Όχι δε θα αλλάξω για κανέναν και τίποτα.
Πού πήγα εγώ, οι απόψεις μου και αυτή η περίεργη και ανεξήγητη εμπιστοσύνη και ελευθερία που έδινα στον άλλον και κανείς δε με καταλάβαινε, δεν καταλάβαινε πως μπορώ και κρατώ την ψυχραιμία και τη λογική μου σ’ όλες τις καταστάσεις, πώς μπορούσα να έχω τυφλή εμπιστοσύνη στον άλλον, ακόμη και αν εκείνος στο τέλος την εκμεταλλευόταν και με πλήγωνε.
Και τώρα έγινα έτσι. Ποιος έφταιγε; Εγώ ή εσύ που με έκανες να σε εμπιστευτώ, να δεθώ μαζί σου, να σ’ αγαπήσω, να ονειρευτώ όλη μου τη ζωή μαζί σου και εντέλει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μου τα πήρες όλα πίσω;