“Να προσέχεις τον εαυτό σου, μέχρι να έρθω και να σε προσέχω εγώ”, του είπε, κι αυτός στην αρχή ξαφνιάστηκε!
Βλέπεις δεν είχε μάθει να τον προσέχουνε οι άλλοι, του ήταν κάτι εντελώς άγνωστο, του ήταν ξένο, του ήταν πρωτόγνωρο, ήξερε μόνο να προσέχει μόνος του τον εαυτό του, μα και τους εαυτούς των άλλων.
Είχε συνηθίσει να σώζει μόνος του το τομάρι του, αλλά να σώζει και των άλλων τα τομάρια.
Του ήταν τόσο γνώριμο το να φροντίζει ολομόναχος την αφεντιά του και τις αφεντιές των άλλων, μα το αντίθετο δεν ήξερε καν πως είναι.
Κανένας μέχρι σήμερα δεν τον πρόσεχε, κι ας είχαν έρθει άνθρωποι στο παρελθόν και του είπανε λόγια, που ήτανε λόγια όμως κι όχι πράξεις.
Κανένας άνθρωπος δεν του ζήτησε να τον αφήσει να τον προσέξει, όλοι ήθελαν να τους προσέχει αυτός…
Μαγκώθηκε λοιπόν στο άκουσμα αυτών των λόγων, σκάλωσε κι άρχισε να σκέφτεται όλους εκείνους που τους πρόσεχε, μα κι όλες τις φορές που έπρεπε μόνος του να προσέχει τον εαυτό του.
Κι αφού πέρασε λίγη ώρα, βούρκωσε!
Βούρκωσε γιατί ένιωσε κατάκοπος.
Βούρκωσε γιατί όταν τους μέτρησε όλους αυτούς που τους έδωσε φροντίδα, συνειδητοποίησε πως ήτανε πάρα πολλοί, περισσότεροι κι από όσους νόμιζε.
Βούρκωσε γιατί για ακόμη ένα βράδυ, πλάγιαζε στο κρεβάτι του μονάχος του, και για ακόμη μια μέρα είχε παρέα μόνο την μοναξιά του, κι ας είχε δώσει την ψυχή του στο παρελθόν αμέτρητες φορές.
Μα πιο πολύ, βούρκωσε γιατί κατάλαβε πως είχε κουραστεί να σώζει τους γύρω του και σώζεται μονάχος του, κατάλαβε πως είχε εξαντληθεί να τον θεωρούν όλοι τους υπεράνθρωπο, κι επιτέλους κάποια του θύμισε τι είναι, τον είπε άνθρωπο!
“Έλα να με προσέξεις ρε γαμώτο, έλα για να μου δείξεις για μια γαμημένη φορά πως είναι να σε προσέχει κάποιος, για να δω κι εγώ πως είναι το να είσαι από την απέναντι μεριά, για να αισθανθώ όπως έκανα τους άλλους να αισθάνονται.
Έλα να με προσέξεις γιατί απόκαμα να με προσέχω μόνος μου, γιατί δεν γουστάρω άλλο να το κάνω, γιατί δεν γίνεται που να με πάρει ο διάβολος να μην μου αξίζει να προσεχθώ κι εγώ, δεν γίνεται να ήρθα στον κόσμο μόνο για να δίνω, δεν γίνεται να μην σκέφτηκε ούτε ένας, που να με πάρει ο διάολος, πως έχω κι εγώ λίγη ανάγκη από προσοχή.
Έλα να με προσέξεις”!
Μουρμούρισε, λες και την είχε εκεί κι ότι τον άκουγε.