Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Πέρασαν βράδια που φώναζαν το όνομά σου, νύχτες που δεν έλεγαν να ξημερώσουν και σκοτάδια που τα έβλεπε το φως της μέρας και τρόμαζε.
Δεν ήσουν έτοιμος, είχες πει, να ξεθάψεις πάλι συναισθήματα και κουρασμένες καλημέρες από το παρελθόν. Δεν ήθελες, λέει, να βιώσεις ξανά το ίδιο παραμύθι από την αρχή, με τους ίδιους πρωταγωνιστές να παίζουν πάλι το ρόλο τους στην ίδια σκηνή. Δεν ήθελες να τολμήσεις το δοκιμασμένο μια τελευταία φορά για δεύτερη ίσως ευκαιρία.
Νόμιζες ότι θα μου έδινες πάλι ψεύτικες ελπίδες και το τέλος θα ερχότανε ξανά. Ήθελες να με αφήσεις ελεύθερη να πετάξω με τα δικά μου φτερά και όχι υποβασταζόμενη κάθε φορά από το δικό σου μπράτσο. Ένιωθες την ανάγκη το κενό που αφήσαμε να το καλύψεις αλλού και τα λόγια που σου είχα εκμυστηρευτεί να τα πετάξεις σε ένα σκουπιδοτενεκέ και να κλείσεις το καπάκι. Εγώ είμαι σα τα πλοία της γραμμής, έλεγες, και σε πίστευα.
Δεν άλλαζες γνώμη, ούτε σχέδια για το μέλλον, απλά προχωρούσες με βήματα γοργά σα να μην ήθελες να σε φτάσω ποτέ. Αλλά τότε σε άφησα και έφυγα. Ταξίδεψα, έκλαψα , προχώρησα και γλίτωσα.
Όταν πια ανέβηκα στη κορυφή, όταν πατούσα χωρίς εσένα, όταν τελικά ήξερα που πήγαινα και τι ζητούσα, όταν οι αναμνήσεις φυλακίστηκαν καλά και έμειναν κλειστές σε ένα πατάρι του σπιτιού τότε εμφανίστηκες ξανά. Όταν δεν είχες που αλλού να πας οπισθοχώρησες. Αλλά τώρα είναι αργά. Τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους και ο καθένας το δικό του. Κάθε επιλογή ήταν μια έξοδος για την επόμενη στάση. Κάθε άνθρωπος που συναντούσα μια ανάσα κοντά από αυτό που ήθελα να δραπετεύσω και κάθε λάθος μέχρι να έρθει το επόμενο.
Μια στάση εδώ, λοιπόν, δεν είναι αρκετή για το δικό μου τώρα, όπως δεν ήταν κάποτε για το δικό σου εκείνο. Στιγμές που άφησες να γίνουν αναμνήσεις , δε χωράνε πια στο πόνο μου! Οι λέξεις μου είναι νεκρές και δε βγαίνει πια φωνή ! Η ζωή μου απέκτησε πια νόημα και το όνομα το δικό σου δεν αναγράφεται πουθενά. Άφησε λοιπόν ότι έχεις να πεις ακόμα μέσα σου και δίνε του, γιατί εδώ δεν υπάρχει κανείς!