Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Δεν ήθελα ποτέ μου να ‘’οφείλω’’, αλλά και ούτε να μου ‘’οφείλουν’’ φυσικά…
Ότι ήθελα το είχα, και ότι τραβούσε τη προσοχή μου το διεκδικούσα…αλλά μαζί του ήταν αλλιώς!
Έριξε τα δίχτυα του και πιάστηκα…
Έπεσα στη παγίδα του σαγηνευτικού του βλέμμα και τη κάβλα που έβγαζαν τα μάτια του. Κάθε φορά που τον συναντούσα ταξίδευα σε μέρη μακρινά. Δεν ήξερα τη διάρκεια του ταξιδιού αλλά τον ήθελα μαζί μου.
Ήδη από τη γνωριμία μας με είχε εκπλήξει. Κουβαλούσε μια αύρα διαφορετική , έναν χαρακτήρα αυθεντικό και ένα παράξενο μυστήριο.
Είχε μια άνεση στο φλερτ , στο τρόπο που περπατούσε ,ακόμα και στις λέξεις που θα έβρισκε να πει.
Ήθελα να μιλάει να ακούω τη φωνή του, να με κοιτάει και να χάνομαι, να με παίζει και να τον ερωτεύομαι ακόμα!
Μου άρεσε η ειλικρίνειά του, η μπέσα του, η εντιμότητά του, και η αλήθεια που έκρυβε καλά.
Η καλοσύνη της ψυχής του και η μαγεία της στιγμής του που παρακαλούσα να κρατήσει για πάντα.
Ήταν εκεί, ήταν αληθινός, αλλά ήταν φίλος μου, δικός μου φίλος , γιατί δε μπορούσε να είναι κάτι άλλο!
Δεν ήταν για μένα αυτός που ήθελα, αλλά για αυτή που αγαπούσε!
Και το τέλος ήρθε , και το διάλεξα εγώ, ένα τέλος που ήταν καθαρά δικό μου!
Χωρίς εξηγήσεις και πολλά λόγια. Εξάλλου δε χρειαζόταν.
Ότι είχαμε να πούμε, το είχαμε ήδη πει, και ότι δεν ακούστηκε, δεν ειπώθηκε ποτέ..!