Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Έμειναν μόνο οι λέξεις σε έναν κόσμο που φλέγεται και χρωματίζει τη σκόνη. Ο ήχος της βροχής υπακούει, ξεπλένει τα χρώματα και τα κάνει να λιώνουν. Το πορτοκαλί της φωτιάς γίνεται κίτρινο του ήλιου, το μπλε τ’ ουρανού είναι θαλασσί, το παθιασμένο κόκκινο παίρνει το ροζ.
Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω αλλά με πονάει. Ζηλεύω τον χρόνο που περάσαμε τότε διαβάζοντας Καββαδία πλάι στο κύμα, Ρίτσο πλάι στο τζάκι για να μονιάσουν οι καρδιές μας μες στον χειμώνα. Θέλω πολύ να γυρίσεις και πάλι, δίχως χαμό, δίχως φωνή. Θέλω μόνο ν’ αγγίξω το βλέμμα σου για να γίνω και πάλι η κοπέλα με το βαθύ καρδιοχτύπι.
Έχουν αλλάξει οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Άλλαξαν οι ζωές, οι ρουτίνες, τα πάθη. Η σκέψη μου μόνο έμεινε ίδια. Το άρωμα από το βυσσινί τριαντάφυλλο, που είχες στο χέρι, δεν λέει να φύγει. Μένει εκεί ανέπαφο δροσίζοντας τα χείλη. Τα όνειρα τρίζουν και η αγάπη σου ταξιδεύει σαν το χάρτινο βαρκάκι που ρίχνεις στο κύμα.
Αιχμαλωτίζει εικόνες που πέρασαν, θάλασσες, στροβίλους, τρικυμίες από έρωτα με γεύση κεράσι. Όλα στον κυκεώνα του πάθους και της αμαρτίας, σε ένα στρώμα γεμάτο από χρώματα και αναμνήσεις. Ξέρω πως νιώθω αλλά δεν μπορώ να σου πω. Είναι κάτι που θέλω να κρατήσω για μένα, ένα μυστικό που θα κρατάω στο χέρι όταν θα φυσάει ο άνεμος, όταν θα πέφτει η βροχή και θα τρέμει η παλάμη.
Η αγάπη είναι το τατουάζ που έχεις στην πλάτη. Μένει το σημάδι της από τότε που ακούμπησε τη βελόνα ο έρωτας για να σκίσει τη σάρκα. Τσιμπήματα καίνε και ματώνουν το δέρμα, για να σ’ αφήσουν για πάντα το χρώμα τους, που δεν ξεθωριάζει στην θάλασσα, στον ήλιο, στο φως, στη βροχή. Είναι η στάμπα που μένει εκεί ανεξίτηλη, ταξιδεύει μέσα στο χρόνο χωρίς κάποιο συμφέρον, χωρίς κάποιο προορισμό.