Γράφει η Γωγώ Ζ.
Εχθές το βράδυ ξάπώσα κουρασμένη στον αγαπημένο μου καναπέ. Οι σκέψεις ξεπηδούσαν μόνες τους, απρόσκλητες θα έλεγε κανείς, από το μυαλό μου και για πρώτη φορά μετά από καιρό τις αποδέχτηκα. Καιρό είχα να τις δω, να τους μιλήσω, να τις αφουγκραστώ, όπως τους αξίζει. Διότι οι σκέψεις μας, ήμαστε εμείς, χωρίς καμία μάσκα, χωρίς καμία πανοπλία προστασίας.
Μιλούσαν δυνατά, οργισμένες που τόσο καιρό τις είχα στο περιθώριο. Στην προσπάθεια μου να τις βάλω σε μια σειρά, κατάλαβα πως αυτό που προσπαθούσαν να μου πουν είναι ότι ο πόνος που νιώθουμε, όταν μας λείπει ένας άνθρωπος, κάποιες φορές είναι μικρότερος από τον πόνο που έχουμε, όταν αυτός ο άνθρωπος είναι στην ζωή μας. Μα και πάλι δεν μπορώ να καταλάβω. Ίσως φταίει πως είμαι μικρή, μα πως γίνεται να συγκρίνουμε αυτές τις δυο καταστάσεις; Πως γίνεται βασικά ο πόνος να συγκρίνεται;
Στο κάτω κάτω όσο και να μας πονάει κάποιος, για να τον δεχόμαστε ακόμα πάει να πει πως μας προσφέρει και άλλα συναισθήματα. Πως συγκρίνεται λοιπόν αυτή η ζωντάνια και η επιθυμία μας προς αυτόν, με το κενό και την ψύχρα μιας απουσίας;
Κατανοώ φυσικά την αγανάκτηση και τον καημό της ψυχής από τον συνεχή πόνο. Ίσως εν τέλει η επιλογή να κρίνεται από το ίδιο το άτομο και τις αντοχές του.
