Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Πόσα ξενύχτια κάναμε μάχη, αναλύοντας τόσο πολύ τις κατάστασεις, που μας πόνεσαν; Πόσα άτιμα σε αγαπώ μου είπες και με τόση άνεση τα πήρες πίσω και με τι δικαιολογία; Μα με την εύκολη πάντα, “πνίγομαι, θέλω αέρα, με πνίγεις”. Και όσο εσύ νόμιζες ότι έπνιγα εσένα, αυτό που έπνιγα ήταν κάτι καταπιεσμένα θέλω, κάτι μισοτελειωμένα μου λείπεις και κάτι σαπισμένες αγκαλιές φθαρμένες στο χρόνο.
Κάθε φορά το ίδιο πράγμα αναλύαμε. Τι μας πλήγωσε, τι μας κράτησε πίσω, που έφταιξα εγώ και που εσύ. Πόσα βράδια βρεθήκαμε με κρασί και τσιγάρο αντικριστά, να συζητάμε τα λάθη μας; Το αποτέλεσμα πάντα ίδιο. Εσύ έκανες πίσω στα θέλω μου και ακύρωνες τα σ’ αγαπώ μου, ακύρωνες εμένα. Ποτέ δεν πίστεψες πόσο ανάγκη είχα εσένα, ρε γαμώτο, την ψυχή σου, τα μάτια σου, το γέλιο σου. Πόσο ανάγκη είχα να είσαι χωρίς την μάσκα του καθωσπρεπισμού, που έδειχνες σε όλους. Γιατί εγώ έβλεπα πίσω από αυτήν την μάσκα. Και είχα, διάολε, τόσο ανάγκη να με προσέχεις. Αυτό ζήτησα άλλωστε, μόνο να με προσέχεις.
Με βλέπεις; Είμαι ακόμα εδώ. Δεν έφυγα. Μη με αγαπήσεις αν δεν μπορείς, μη με ερωτευτείς αν δεν θες, αλλά μη με ακυρώνεις.