Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Μπήκα στη ζωή σου την στιγμή που είχες παντού σκοτάδι.
Κι εγώ σου είπα, έλα να γελάμε!
Να βγαίνουμε και να περνάμε καλά.
Να πίνουμε μπύρες και να τραγουδάμε ξεχασμένους στίχους, των στοιχειωμένων ποιητών των Εξαρχείων.
Να βρίσκουμε κάτι αστείο σε κάθε σοβαρό και να μιλάμε.
Ναι! Να μιλάμε.
Να μιλάμε για τις σκέψεις μας, για τις επιθυμίες και τους φόβους μας.
Να φωνάζουμε για να ξορκίσουμε το κακό!
Να σε αγκαλιάζω στη μέση του δρόμου και να σε φιλάω όταν θέλω να σου πω πόσο σ’αγαπώ.
Να φτιάχνουμε ταξίδια και να γυρνάμε από συναυλία σε συναυλία, από θάλασσα σε θάλασσα..
Κι όταν μαλώνουμε, να τα λέμε όλα, σαν τα παιδιά.
Να μην κρατάμε μέσα μας τίποτα ανείπωτο.
Κανένα θυμό καταλαγιασμένο και καμία καθώς πρέπει σιωπή.
Να μαλώνουμε δυνατά και έντονα και να τα ξαναβρίσκουμε μέσα σε έναν έρωτα γεμάτο πάθος και σημάδια.
Εγώ, γι’αυτό μπήκα στη ζωή σου και πίστευα πως είναι αρκετό.
Δεν ήξερα πως έπρεπε να σκοτώνω δράκους για να πάρω ένα αχνό χαμόγελό σου.
Δεν ήξερα πως έπρεπε να δίνω μάχες με το παρελθόν που μόνη σου δεν έθαψες.
Κι όταν το έμαθα, έμεινα. Έμενα για καιρό.
Μόνο που οι μάχες, κορίτσι μου όμορφο, θέλουν και καλούς συμπολεμιστές κι εσύ με άφησες να παλεύω μόνος μου.
Τη μεγαλύτερη μοναξιά την γνώρισα στο πλάι σου κι όχι στην απουσία σου.
Στην απουσία σου, μπορούσα να σε έχω δικιά μου.
Στην παρουσία σου, ήσουν ακόμα δικιά του.
Γι’αυτό κορίτσι μου.. δεν σου είπα φύγε, δεν σου πήρα πίσω τίποτα από εκείνα που απλόχερα σου έδωσα, μόνο φρόντισα να σου πω “φεύγω”.
Και δεν θα το αρνηθώ.. πέθαινα να ακούσω “μείνε”, μα δεν το άκουσα ποτέ..
Καλό μου δρόμο.. καλή σου ζωή..
Και στο επόμενο δάκρυ σου, σε παρακαλώ, μην μου στείλεις μήνυμα.
Θα απαντηθεί με σιωπή.