Κι ας μην ήξερα ούτε τ’ όνομά σου..
Γράφει η Νάντια Τσαπαλιάρη
Σε περίμενα..
Λένε πως από τα μάτια μπορείς να καταλάβεις τα πάντα.
Δυο μάτια που απλά με κοίταξαν για λίγο και δεν τα ξέχασα.
Και πέρναγε ο καιρός, κι αναρωτιόμουν, γιατί τώρα;
Γιατί έτσι;
Χωρίς να ξέρω ούτε το όνομά σου..
Πώς είναι δυνατόν να κολλήσεις σε κάτι που δεν γνωρίζεις;
Πώς μπορεί να τρυπώσει στο μυαλό και να μην βγαίνει;
Σημαίνει κάτι άραγε αυτό;
Με αναζήτησες, με βρήκες, κι εγώ εμφανιζόμουν και χανόμουν. Σαν να ήθελα να απαλλαγώ πρώτα από ένα βάρος που είχα για καιρό πάνω μου.
Από κάτι που είχε τελειώσει από καιρό κι απλά δεν είχα τη δύναμη να το αποδεχτώ αλλά και να το παραδεχτώ.
Όμως σε σκεφτόμουν συχνά.. πολύ συχνά, κι αυτό με τρόμαζε!
Όλη αυτή η ένταση όταν η ματιά μας διασταυρώθηκε για πρώτη φορά.
Μήνες τώρα, με βασάνιζε..
Κι αυτό το βασανιστήριο, πήρε σάρκα και οστά ένα βράδυ, που τα μάτια δεν φαίνονταν αλλά έβγαζαν σπίθες στο σκοτάδι,
Το βράδυ εκείνο που τα χείλη σου ακούμπησαν τα δικά μου και κάθε κύτταρο του κορμιού μου μούδιασε.
Πώς κατάφερες να το κάνεις αυτό;
Κι ύστερα και πάλι σιωπή..
Όταν όμως δυο άνθρωποι είναι γραφτό να είναι μαζί, ότι και να γίνει, θα συναντηθούνε.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα “ναι” και στα “όχι”, βρεθήκαμε ξανά.
Κι όπως μπήκες έτσι ξαφνικά στην ζωή μου, φώτισες το σκοτάδι μου.
Ένα σκοτάδι που είχε κατακτήσει για χρόνια την κάθε μέρα μου..
Και οπως μπηκες ξαφνικά στη ζωη μου, φωτισες το σκοταδι μου.
Είχες τον τρόπο να με κάνεις να σε ερωτευτώ τόσο γρήγορα, τόσο πολύ, που δεν μπορούσα καν να το συνειδητοποιήσω. Ένιωθα τόσο τυχερή που για πρώτη φορά στη ζωή μου, άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει, και δεν με πρόδωσε!
Το ξέρω πολύ καλά αυτό.. γιατί σε περίμενα σαν από πάντα.
Σαν από μια προηγούμενη ζωή μας, αγάπη μου..