Θα έρθει μια μέρα, που θα θελήσεις να ζήσεις όσα δεν τόλμησες
Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου
Θα έρθει μια μέρα, που θα έχεις μεγαλώσει πολύ. Θα κάθεσαι τα βράδια μόνη αριθμώντας απουσίες και αν είσαι τυχερή, θα νιώθεις ευγνώμων για τις παρουσίες. Θα έχεις κουραστεί με το να κρύβεις τον χαρακτήρα σου και θα επιλέγεις προτάσεις και λέξεις που εκφράζουν με τρόπο απόλυτο ποια είσαι και τι θέλεις. Θα έχεις βαρεθεί τους ρυθμούς της κανονικότητας, στους οποίους χόρευες για κάμποσα χρόνια και θα φέρεσαι λιγάκι αλλόκοτα και παρορμητικά. Θα φτιάξεις έναν κόσμο ξανά απ’ την αρχή και μέσα του θα ρίξεις εκείνους τους λίγους που σε πίστεψαν, όταν εσύ η ίδια δεν ήξερες ποια είσαι.
Θα έρθει μια μέρα, που θα μισήσεις ό,τι δεν έκανες, γιατί βαρέθηκες να τ’ αγαπάς και να μην έχεις προσπαθήσει ποτέ γι’ αυτά. Θα μισήσεις την δειλία σου, την αναβλητικότητά σου και την ψυχωτική ανάγκη σου να έχεις ικανοποιημένους τους πάντες γύρω σου, εκτός από εσένα την ίδια. Θα θρηνήσεις τη χαμένη νιότη σου, που φεύγοντας παρέσυρε στη δίνη της τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τις βυθισμένες στην ενοχή εξομολογήσεις αγάπης, τις ευκαιρίες, που από φόβο ονόμασες παραφροσύνη και κάποια κομμάτια του “είναι” σου, που από τη στιγμή που τα έχασες, φλέρταρες πολύ συχνά με τη δυστυχία.
Θα ξημερώσει μια μέρα, που θα προσπαθείς να κοιταχτείς στον καθρέφτη και το μόνο που θα αντικρίζεις θα είναι ο εχθρός σου, το δεύτερο “εγώ” σου, που θα γελάει χαιρέκακα, γιατί δε βρήκες ποτέ τη δύναμη να του πατήσεις πόδι. Θα αναρωτιέσαι πάντοτε πώς κατάφερες να τιθασεύσεις τον αυθορμητισμό σου, μα η απορία σου θα λύνεται γρήγορα, σαν θα φέρνεις στο νου τα γεμάτα δάκρυα μαξιλάρια τα βράδια και εκείνες τις ανελέητες κρίσεις πανικού, που μάταια προσπαθούσαν να χτυπήσουν το καμπανάκι.
Θα έρθει μια μέρα, που όλα όσα φοβόσουν θα γίνουν πραγματικότητα, γιατί είναι το πιο θλιβερό μοτίβο, οι άνθρωποι να προσπαθούν να τρέξουν απ’ όλα όσα φοβούνται, παρά να κυνηγούν εκείνα για τα οποία ματώνει η ψυχή τους. Θα προσπαθήσεις να κόψεις τη μαύρη κλωστή με την οποία έδεσες τα φτερά σου και θα θα σιχτιρίσεις τα στερεότυπα, που μόνα τους αποφάσισαν, πως οι καρδιές που έχουν φωνή πρέπει να φιμώνονται. Θα κλάψεις για τα χρόνια που άφηνες να σε μεγαλώνει η γνώμη του κόσμου και θα προσπαθείς να απαλλαγείς από την καμπούρα της κατακραυγής στην πλάτη σου.
Θα έρθει μια μέρα, που μία πιθαμή των ονείρων σου θα βρει μια μικρή χαραμάδα να ξετρυπώσει και εσύ δε θα μπορείς και δε θα θέλεις να την κουκουλώσεις όπως συνήθιζες με μαεστρία να κάνεις. Θα είναι η μέρα που θα βγεις από τη φυλακή του εαυτού σου και δε θα κοιτάζεις εσύ τους άλλους, αλλά απορημένοι όλοι γύρω σου θα αναρωτιούνται πού χώρεσες τόσο φως.
Να ζήσω, θα ψιθυρίσεις, σε μία μέρα, όσα μου στέρησα μία ζωή!