Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Με πόσους πήγες;
Πώς το έκανες;
Πού βγήκες;
Πού πήγες;
Και γιατί πρέπει να είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω; Δεν θέλω ρε φίλε.
Χθες ήταν και πέρασε κι ότι περνάει δεν ξαναπερνάει.
Αλλά επειδή είμαι και αλάνι ολικής θα σου πω με πολλούς. Γιατί;
Έτσι για να μαθαίνω τους ανθρώπους, τις ψυχές τους, τους τρόπους, να βλέπω χαρακτήρες και συμπεριφορές.
Σαν την δική σου ένα πράγμα που θες να μάθεις, λες και είναι απαραίτητο.
Πάνε ρώτα και την γειτονιά μου αν θες για να βγάλεις συμπέρασμα για το ποιόν μου, όπως κάνανε παλιά οι θείτσες.
Σε ρώτησα εγώ εσένα με πόσες πήγες; Δεν με νοιάζει ρε αδερφέ. Ας πήγες και με χίλιες και με τέσσερις χιλιάδες.
Η ψυχή είναι που μετράει κι αυτήν την ρουφιάνα την παίδεψα τόσο πολύ για να μάθω, που έβγαλε φτερά και πετάει μακριά από κάτι ανθρωπάρια σαν και του λόγου σου.
Την παίδεψα για να μάθω να ράβω τις υποσχέσεις στον εαυτό μου, να μάθω να φιλάω το ηλιοβασίλεμα που τόσο αγαπάω στο στόμα και το χάραμα να μου δίνει πνοές ελπίδας.
Κι αν δεν κάνω για τον παράδεισο όπως λες, δεν πειράζει βρε, μείνε εσύ εκεί ο άμεμπτος ηθικής με όλες εκείνες τις θείτσες που κουτσομπολεύουν όλο τον κόσμο και κάνουν σταυρούς μέχρι κάτω για να σωθεί υποτίθεται η ψυχή τους.
Εγώ θα’μαι απέναντι να καπνίζω τα τσιγαράκια μου με τα αλάνια που δεν τους ενδιαφέρει τι κάνεις και πως το κάνεις.
Κι αν με ρωτήσουν ποια είμαι, και ποια ήμουνα χθες, στα μάτια θα τους κοιτάξω με θράσος και θα τους απαντήσω:
“Ήμουνα, είμαι και θα είμαι το άρωμα της ψυχής μου κι είναι το μόνο που φοράω, το μόνο που δεν γδέρνει τα λέπια μου”.