Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Καλό ξημέρωμα, στο είπα;
Ναι, κι απόψε. Άλλο ένα. Ίσως ένα ακόμα, ίσως το τελευταίο. Ποιος ξέρει.
Καλό ξημέρωμα, κι αυτό το τελευταίο θα είναι το πιο ομορφο. Γιατί θα είναι εκείνο που δεν θα σου έχω πει.
Θα είναι εκείνο που θα χαθεί μαζί με τόσα άλλα ανείπωτα.
Θα είναι ένα άλλο ανάμεσα στα πολλά που σου ψιθύριζα κάθε νύχτα πριν κοιμηθώ.
Και να ξέρεις, προσπάθησα πολλές νύχτες να μην στην ψιθυρίσω αυτή την καληνύχτα.
Θέλησα πολλές νύχτες να σου μείνω θυμωμένη.
Να σου κρατήσω μούτρα από εκείνα που δεν θα μου περάσουν μέχρι το πρωί.
Μα κάθε νύχτα που δεν σου ψιθύρια την καληνύχτα, δεν έκλειναν τα μάτια μου.
Στριφογυρνούσα πέρα δώθε σαν άρρωστη.
Σιχτίριζα τις στιγμές που δε μίλησα, σιχτίριζα τις στιγμές που δε μ’ άκουγες και η αϋπνία μου χτυπούσε το μαξιλάρι στα μούτρα.
Ήθελα να σου πω πως με γαλήνεψες. Πως με ηρέμησες που ήξερες τις κινήσεις μου, το μυαλό μου, τις ανασφάλειές μου και τις πιο πικρές αλήθειες μου.
Ήθελα να σου πω πως το νιώθω. Πως με δέχτηκες και μ’ αγάπησες γι’ αυτό ακριβώς που είμαι.
Με τον εκνευρισμό και την τσαντίλα μου, με το χαρούμενο μου πρόσωπο. Με το μαύρο μου το φόρεμα και με το ροζ φουλάρι μου.
Με τα μαλλιά μου πιασμένα έναν ό,τι να’ ναι κότσο και τα μούτρα μου μουτζουρωμένα από την μάσκαρα που δεν έβγαλα ποτέ το προηγούμενο βράδυ.
Κι όμως εσύ πάντα μ’ έβρισκες όμορφη. Πάντα μου έλεγες ότι είμαι όμορφη, ακόμη κι όταν έκλαιγα.
Και μ’ έχεις δει να κλαίω. Εκεί τσαντίζομαι. Εγώ δεν έκλαιγα ποτέ μπροστά σε άλλους. Αλλά μαζί σου δε μ’ ένοιαζε να τσαλακωθώ.
Δεν με είδες μόνο να κλαίω. Με είδες να σπάω σε χίλια κομμάτια και να σκορπίζομαι.
Και πήγες και τα μάζεψες ένα ένα τα κομμάτια. Ένα ένα και τα έβαλες στην θέση τους όπως μόνο εσύ ήξερες να κάνεις.
Με προστάτευες από τους άλλους κι εγώ εσένα. Ασπίδα ο ένας του άλλου και να μην μας νοιάζει ποτέ ο εαυτός μας.
Μόνο μην σ’αγγίξουν. Μόνο μην μ’αγγίξουν.
Ήθελα να σου πω πως πλέον δεν υπάρχουν δικαιολογίες για μας. Πως είναι κρίμα να μη ζήσουμε αυτό το δώρο που μας προσφέρθηκε απ’ την πρώτη στιγμή που ανταλλάξαμε εκείνο το “ευχαριστώ”.
Είναι που είσαι εσύ και μαζί σου γίνομαι κάθε φορά απλά καλύτερη. Όμορφο δε νομίζεις; Και ενώ τα νιώθω εγώ όλ’ αυτά, εγώ σε έδιωξα. Και ίσως να σε διώχνω πάντα. Όχι, δε θέλω να γυρνάς, θέλω να μη ξαναφύγεις ποτέ. Θέλω να κατεβάζεις την αυλαία μου, όπως το έκανες πάντα. Όπως δε θα το κάνει ποτέ κανένας. Ναι, τώρα έχεις και την τελευταία απάντηση. Θέλω απλά, να μην ξαναφύγεις. Ποτέ. Γιατί εμείς, εγώ κι εσύ, μπορούμε τα πάντα.
Την πιο όμορφη καληνύχτα μου την κράτησα για το “μαζί” που δεν μπορούμε να μην ζήσουμε.
Πάμε;